Και στο βάθος, ανεπιθύμητοι πρόσφυγες…
17 Οκτωβρίου, 2016

Έλληνες Στρατιώτες στη Μικρά Ασία
Αρχές του καλοκαιριού του 1922. Στη Μικρά Ασία έχει αρχίσει να επικρατεί ανησυχία για την εξέλιξη των συνεχιζόμενων ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Ομως, η Αθήνα έμοιαζε να βρίσκεται πολύ μακριά…
Σε αυτό «βοηθούσε» η τότε κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη-Γούναρη, που τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, παρά τις συχνές προσκλήσεις της αντιπολίτευσης να ενημερώσει τη Βουλή για τις εξελίξεις στο μέτωπο, τηρούσε «ένοχη σιωπή», αρνούμενη κάθε συζήτηση.
Σε αυτή την «επιχείρηση σιωπής» συντελούσε και η απροκάλυπτη, ασφυκτική λογοκρισία των εφημερίδων της εποχής, που κυκλοφορούσαν ακόμα και με «λευκά μπαλώματα», εξαφανίζοντας κάθε «ενοχλητική» αναφορά.
Οσο πλησίαζε δε η καταστροφή, η λογοκρισία κλιμακωνόταν, με αποτέλεσμα να γίνουν ακόμα και συλλήψεις δημοσιογράφων, όπως του μετέπειτα ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά, αλλά και πολιτικών αντιπάλων, όπως του νεαρού -τότε- Γεώργιου Παπανδρέου, για ένα άρθρο του σε εφημερίδα.
Παράλληλα, όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση είχε σχεδόν κηρύξει… ανεπιθύμητους τους πρόσφυγες για να αποφύγει «προσφυγικό ζήτημα».
Και ταυτόχρονα:

«Χρεωνόταν» με «διπλωματική απομόνωση», όπως προκύπτει από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής.

Είχε τοποθετήσει για κομματικούς λόγους μια τουλάχιστον «άκαπνη» και ανεπαρκή ηγεσία στο στράτευμα, όπως προκύπτει από τις ανταποκρίσεις τού μετέπειτα νομπελίστα συγγραφέα Ερνεστ Χέμινγουεϊ και διήγηση του πρόξενου των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή, Τζορτζ Χόρτον.

Εγκατέλειψε άοπλους τους Μικρασιάτες, παρά τις απελπισμένες εκκλήσεις τους να τους δοθούν όπλα για την άμυνά τους, όπως προκύπτει και από έγγραφο-ντοκουμέντο που παρουσιάζει η «Εφ.Συν.».Ο μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος, που σφαγιάστηκε από τους Τούρκους, σε μια προφητική επιστολή του προς τον Πατριάρχη, για την οποία έγραψαν, για πρώτη φορά, στις 24 Σεπτεμβρίου 1922 οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», ανέφερε ότι «οι ελληνικές αρχές πίστευαν πως οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να προχωρήσουν σε σφαγές στον 20ό αιώνα» (αναφέρεται και στην «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμος ΙΕ’, σελ. 234).
Παράλληλα, ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης προέβλεψε, στην ίδια επιστολή, που γράφτηκε στις 23 Αυγούστου, ότι θα σκοτωθούν χιλιάδες χριστιανοί και κατηγόρησε τις ελληνικές αρχές ότι οι Τούρκοι που ζούσαν στη Μικρά Ασία ήταν «οπλισμένοι μέχρι τα δόντια», ενώ οι Ελληνες είχαν αφοπλιστεί από τον ύπατο αρμοστή, έτσι ώστε δεν είχαν κανένα μέσο άμυνας…
Αποκαλυπτικά για τη στάση της φιλοβασιλικής κυβέρνησης, που είχε ανέλθει στην εξουσία μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, με αρχηγό της πλειοψηφίας τον Δ. Γούναρη, είναι τα Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, στα οποία διαβάζουμε για τη συνεδρίαση της 29ης Ιουνίου 1922 τα εξής:
«Ο κ. Ν. Λεβίδης λαμβάνων τον λόγο προς της Ημερησίας Διατάξεως λέει ότι 25 πληρεξούσιοι -ανηκόντων εις διάφορα κόμματα- υπέβαλον κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου ερώτηση προς την Κυβέρνηση με την οποία παρακάλουν αυτήν να δηλώση προς την Εθνοσυνέλευση πότε σκοπεί ίνα καταστήση ταύτην ενήμερον της θέσεως των Εθνικών ζητημάτων κ.λπ. […] Ηδη πέρασαν 8 μέρες […] και δικαιούμεθα να ρωτήσουμε την κυβέρνηση αν δύναται άνευ ζημίας των εθνικών συμφερόντων ν’ απαντήση στην ερώτηση ημών;
Ο κ. Περ. Αργυρόπουλος λέει ότι δεν δυνάμεθα να παρέλθωμεν εν σιγή τη σιγή της Κυβερνήσεως […] για το πότε θα καταστήσει σε εμάς γνωστές τις αντιλήψεις της επί του Εθνικού ζητήματος. Από μακρών μηνών η εθνική αντιπροσωπεία παρακολουθεί το εθνικό ζήτημα από των εφημερίδων […]
Π. Πρωτοπαπαδάκης (Πρωθυπουργός): Ομολογώ ότι η κυβέρνηση θα ήτο ευτυχής αν ηδύνατο ταύτην την στιγμήν άνευ βλάβης των εθνικών συμφερόντων ν’ ανακοινώση εις τη Συνέλευση την θέσιν στην οποίαν ευρίσκεται το εθνικό μας ζήτημα. [….] Ερώτημα πρώτον: Δύναται η Κυβέρνησις να παράσχη σήμερον πληροφορίας τινάς εις την Συνέλευσιν; Εις τούτο απαντώ όχι ταύτην τη στιγμήν, […] η Κυβέρνησις νομίζει ότι οιαδήποτε ανακοίνωσις, η οποία θα εγίνετο εις την Συνέλευσιν επί του εθνικού ζητήματος θα παρέβλαπτε τούτο.
Χρ. Μητσόπουλος: Μπορώ να εικάσω ότι εάν καλών ειδήσεων εγίνετο άγγελος ο κ. πρωθυπουργός διά να είναι ευτυχής να τα είπη θα έσπευδε να τα είπη.
Π. Πρωτοπαππαδάκης: Νομίζω ότι επί τοιούτων ζητημάτων δεν επιτρέπονται εικασίαι απολύτως.
Ο κ. Χ. Μητσόπουλος, ευχόμενος όπως εκ των πραγμάτων επαληθεύτωσιν αι εικασίαι του, λέγει ότι γνωρίζει πόσον η θέσις της Ελλάδος είναι δύσκολος έναντι συμμάχων, […] Δεν ζητεί, λοιπόν, από την κυβέρνησιν να προβεί σε εκμυστηρεύσεις των απορρήτων και σχεδίων της […] αλλ’ υπάρχει και εν όριον εν τη σιγή. […] Σεις πράξατε ό,τι θέλετε. Ημείς σας ειδοποιούμεν απλώς εκ των προτέρων ότι θα σας θέσωμεν εις κατηγορητήριον διά πάσαν βραδύτητα της ενεργείας, εις την οποίαν περιεπέσατε». (Πρακτικά της Γ’ Εθνικής Συνελεύσεως, τόμος 5, Βουλή των Ελλήνων).
Η αντιπολίτευση θα επανέλθει με την κατάθεση νέας επερώτησης, η οποία προσδιορίζεται να συζητηθεί, στις 28 Ιουλίου 1922, λίγο πριν διακοπούν οι εργασίες της Βουλής… επ’ αόριστον.
Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας και υπουργός Δικαιοσύνης Δ. Γούναρης προσπαθεί να αποφύγει το θέμα ζητώντας να αναβληθεί η συζήτηση των επερωτήσεων.
Ομως, όπως διαβάζουμε στα Πρακτικά της Βουλής, αρκετοί βουλευτές διαφωνούν και ο πρόεδρος δίνει τον λόγο σε όσους επιθυμούν να αναπτύξουν επερωτήσεις:
«[…] Ο κ. Χρ. Βασιλάκης ομιλών επί επερωτήσεώς του εκφράζει την λύπην του διότι η Κυβέρνησις αφήνει την Εθνοσυνέλευσιν να διακόψη τας εργασίας της χωρίς να διαφωτίση αυτήν επί του εθνικού ζητήματος.
Ο κ. Γ. Μπαλταζής (Υπουργός επί των Εξωτερικών) λέγει ότι, αφ’ ης ημέρας, η Κυβέρνησις απήντησεν εις σχετικήν ερώτησιν ότι δεν δύναται να προβεί εις ανακοινώσεις, ουδέν εμεσολάβησεν, επιτρέπον να μεταβάλη την απόφασίν της ταύτην.
Π. Πρωτοπαπαδάκης (Πρωθυπουργός): Η Ελλάς δεν ευρίσκεται προ ουδενός αδιεξόδου και παρακαλώ υμάς να μας αφήσετε να προχωρήσωμεν εις το έργον μας». (Πρακτικά της Γ’ Εθνικής Συνελεύσεως, τόμος 5, Συνεδρίαση ΡΑΗ’ της 28-7-1922, σελ. 4.259 και 4.267).
Ο Γ. Παπανδρέου επιτίθεται: Ανισόρροπος ο Αρχιστράτηγος
«Η ήττα είνε του Στρατηγείου. Είνε της Κυβερνήσεως. Είνε του καθεστώτος»

Η διπλωματική τακτική της κυβέρνησης δεν ήταν το μόνο σημείο για το οποίο της ασκήθηκε, από πολύ νωρίς, σκληρή κριτική.
Ιδιαίτερα αρνητικά κρίθηκε και η απόφασή της να αντικαταστήσει την ηγεσία του στρατεύματος, για κομματικούς λόγους, όπως κατηγορήθηκε, σε μια κρίσιμη στιγμή, τοποθετώντας ως αρχιστράτηγο τον Γ. Χατζηανέστη ή Χατζανέστη.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, σε ένα ιδιαίτερα σκληρό άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στις 28 Αυγούστου 1922 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», έγραφε χαρακτηριστικά:
«Η ήττα είνε του Στρατηγείου. Είνε της Κυβερνήσεως. Είνε του καθεστώτος. Οταν ο Αρχιστράτηγος ήτο ανισόρροπος. Οταν οι Επιτελάρχαι εγνώριζαν να συνωμοτούν κατά των Ελλήνων, αλλά δεν ησχολούντο με τον εχθρόν….»
Την επόμενη μέρα, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει την είδηση ότι «εξεδόθη ένταλμα συλλήψεως κατά του κ. Παπανδρέου διά το σημερινόν του άρθρον εν τω «Ελευθέρω Τύπω»».
Ομως, επικριτικοί για την ηγεσία του στρατεύματος δεν ήταν μόνο οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης.
Ο νεαρός τότε και μετέπειτα νομπελίστας συγγραφέας Ερνεστ Χέμινγουεϊ, που κάλυψε ως πολεμικός ανταποκριτής τον ελληνοτουρκικό πόλεμο για λογαριασμό της εφημερίδας «Toronto Star», έγραφε σε ανταπόκρισή του, στις 3 Νοεμβρίου 1922:
«Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ (σ.σ. αναφέρεται στον λοχαγό Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατολία ως παρατηρητής). Πιστεύει (ο Γουίταλ) ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Αγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Οταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις.
Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ηταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μία τουφεκιά. Αυτό είχε αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».
Ενδιαφέρουσα είναι και η περιγραφή του αρχιστράτηγου Γ. Χατζηανέστη από τον επί σειρά ετών πρόξενο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Εγγύς Ανατολή, Τζορτζ Χόρτον (George Horton) στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας» (Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1926 και στην Ελλάδα τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Ατλαντίς» με δαπάνη μικρασιατικών σωματείων), όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Ηταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα, όταν όμως αργότερα διάβασα ότι αντίκρισε το εκτελεστικό απόσπασμα στην Αθήνα, είχα μπροστά μου ζωηρή την εικόνα της τελευταίας μας εκείνης συναντήσεως στο Στρατηγείο της Σμύρνης. Εάν ήταν πράγματι υπεύθυνος αποστολής των καλλίτερων στρατευμάτων του για ν’ απειλήσει την Κωνσταντινούπολη σε μια περίσταση που αυτά ήταν απαραίτητα μέσα στην Μικρά Ασία, ήταν πράγματι άξιος αυστηρής τιμωρίας ή εισαγωγής σε φρενοκομείο.
Είχε τη φήμη ενός μεγαλομανούς χωρίς σπουδαίες ικανότητες. […] Ο,τι χρειαζόταν ήταν ένας άνθρωπος με ενεργητικότητα και με καθαρή δύναμη κατανοήσεως της καταστάσεως, ώστε να περισώσει όσο το δυνατό περισσότερα πράγματα από την κατάρρευση. Ο Χατζηανέστης όμως ήταν απασχολημένος με την πολυτελή επίπλωση και επισκευή ενός μεγάρου στην προκυμαία που είχε επιτάξει για τη διαμονή του. Είναι άξιος οίκτου, γιατί είναι πολύ πιθανό πως δεν ήταν διανοητικά ισορροπημένος».
Ομως, αποκαλυπτικά ήταν και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων.
Ο «Ελεύθερος Τύπος» (φ. 28/8 – με το νέο ημερολόγιο 10/9/1922) έγραφε:
«Ο μέγας (!!!) Στρατηγός Χατζηανέστης του οποίου ολόκληρος η δράσις από την ημέραν της αφίξεώς του εις Σμύρνην περιωρίσθη εις την εξέλεγξιν των κουμπιών των στρατιωτών και των πωμάτων των παγουριών αυτών (…) κατώρθωσε να δραπετεύση νύκτα από την Σμύρνην».
Η ίδια εφημερίδα, τρεις μέρες αργότερα (31/8-13/9/1922), σε ανταπόκριση του Θ. Αντωνόπουλου από τη Σμύρνη, αναφερόμενη στην αποχώρηση Χατζηανέστη, έγραφε ότι «καθ’ ην στιγμήν εκρίνετο η τύχη της φυλής ολοκλήρου αυτός και οι επιτελείς του ητοίμαζον τας αποσκευάς των προς αναχώρησιν».
Ο μοιραίος αφοπλισμός

Η μοναρχική κυβέρνηση των Αθηνών «κώφευσε», με προκλητικό τρόπο, στις γραπτές εκκλήσεις των Μικρασιατών να βοηθηθούν ώστε να συγκροτήσουν μια στοιχειώδη άμυνα απέναντι στις ορδές του Κεμάλ. Αρχικά, απέρριψε κάθε σκέψη για αυτονόμηση της Μικράς Ασίας που θα έδινε τη δυνατότητα συγκρότησης δικού της στρατού και στη συνέχεια ο Δ. Γούναρης ζήτησε τον αφοπλισμό των ελληνικών πολιτοφυλάκων.Στις 8 Αυγούστου του 1922 (21/8 με το νέο ημερολόγιο) ο πρόεδρος της Εθνικής Αμυνας Σμύρνης, Μιλτ. Σεϊζάνης, στέλνει μια συγκλονιστική επιστολή προς την Υπατη Αρμοστεία Σμύρνης ζητώντας να παρέμβει προς την κυβέρνηση για να στείλει 1.000 όπλα «άτινα δοθώσι εις την προ καιρού γυμνασθείσα Πολιτοφυλακή Σμύρνης ήτις άνευ όπλων με εσταυρωμένας τας χείρας αχρήστως διαμένει» (Αρχείο Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης, Φ. 70, Γενικά Αρχεία του Κράτους).
Συνεχίζοντας, ο ίδιος αναφέρει ότι ο στρατός του Κεμάλ σχεδιάζει να περάσει τον αβαθή (ποταμό) Μαίανδρο «ίνα κατασφάξωσι τους κατόχους κτημάτων» και πως όπου και εάν αποτάθηκαν στον τοπικό πληθυσμό «μας είπαν ότι δεν έχωμε όπλα».
Παρακάτω, ο Μιλτ. Σεϊζάνης κάνει μια προφητική αναφορά, επιδιώκοντας να ευαισθητοποιήσει διά της Υπατης Αρμοστείας τους κυβερνώντες:
«Σας διαβεβαιώ ότι καλώς γνωρίζω ότι εάν δεν εξοπλισθώσι οι πολιτοφύλακες […] θα κατακαή αυτή (η πόλις) μιαν εσπέραν […] εκλιπαρούντες κρούσατε τον κίνδυνο.
Πολλοί ήρξατο να απομακρύνωσι τας οικογενείας των. Ημείς ζητούμεν μόνο 1.000 όπλα και η Εθνική Αμυνα και η Σεβαστή Ελληνική Κυβέρνησις θα έχει την ευθύνην ενώπιον Θεού και ανθρώπων εάν δεν φροντίση εγκαίρως να εξοπλίση τους […] γενναίους πολιτοφύλακες οίτινες ούτε τροφή ούτε ενδυμασία ουδέ τίποτα άλλο ζητούσι από τη μητέρα πατρίδα παρά πώς να αποθάνωσι γενναίως».
Ο ρόλος του Στεργιάδη και η εντολή Γούναρη
«Αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος»
Ο «εκρηκτικός συνδυασμός» της διπλωματικής «απομόνωσης» και της ακατάλληλης στρατιωτικής ηγεσίας είχε προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα. Εκείνο, όμως, που εντυπωσιάζει είναι ότι η τότε κυβέρνηση θεωρούσε τους πρόσφυγες σχεδόν… ανεπιθύμητους!
Ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, Αρ. Στεργιάδης, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, που μεταξύ των προσφύγων έγινε συνώνυμο της προδοσίας, φέρεται να είχε ζητήσει, με τηλεγράφημά του, στις 17 Αυγούστου 1922, προς τον επικεφαλής της πλειοψηφίας Δ. Γούναρη, να μεριμνήσει η κυβέρνηση να σταλούν πλοία για την παραλαβή του πληθυσμού.
«Αποστείλατε τάχιστα πλοία προς παραλαβήν στρατού μετά υλικού πολέμου και του πληθυσμού. Α. ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ»
Για να λάβει την εξής απάντηση:
«Αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ»
Αυτά είχε αποκαλύψει η εφημερίδα «Πατρίς», η οποία τον Ιανουάριο του 1930 (από τις 5/1 έως τις 13/1) δημοσίευσε, σε συνέχειες, τη δεύτερη και τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε ο Αρ. Στεργιάδης (η πρώτη είχε παραχωρηθεί, το 1927, στον «Ελεύθερο Τύπο», στον δημοσιογράφο Κ. Ουράνη, η δεύτερη στον δημοσιογράφο Α. Αποστολόπουλο), ο οποίος έμενε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε αυτοεξοριστεί και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του (1949).
Ετσι, πιθανότατα εξηγείται η στάση του Στεργιάδη σε συνάντησή του με τον Γ. Παπανδρέου στη Σμύρνη, όπου είχε πάει ο τελευταίος ως απεσταλμένος του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Εκεί, σύμφωνα με τον ιστορικό Γρηγόρη Δαφνή (Γρ. Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», Αθήνα 1997, σ. 31), όταν ο Στεργιάδης ανακοίνωσε στον Γεώργιο Παπανδρέου την επερχόμενη καταστροφή, δέχτηκε την εύλογη ερώτηση: «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;»
Η απάντηση του «Ελληνα αρμοστή Σμύρνης» φέρεται να ήταν η εξής:
«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα!»
Η απόλυτα «πειθαρχημένη» στάση του Στεργιάδη στις επιθυμίες της Αθήνας να μην της «δημιουργηθεί προσφυγικό ζήτημα» δεν ήταν πρωτόγνωρη.
Ο ίδιος, μιλώντας στην εφημερίδα «Πατρίς», απέδωσε την κάκιστη συμπεριφορά του προς το ελληνικό στοιχείο της Σμύρνης, για την οποία είχε κατηγορηθεί πολλές φορές, σε πολιτικές εντολές κατ’ επιθυμίαν της Γαλλίας…

Σύμφωνα με το πέμπτο συνεχόμενο δημοσίευμα (9/1/1930), η «απότομος και δεσποτική» συμπεριφορά του Στεργιάδη οφειλόταν «ακριβώς διά τον σκοπόν μιας ωρισμένης πολιτικής, την οποίαν ώφειλε να μετέλθη συμφώνως προς τας εκ Παρισίων οδηγίας».
«Διά τούτο και οσάκις διεβιβάζοντο προς τον κ. Βενιζέλον παράπονα και διαμαρτυρίαι κατά της αυστηρότητος και της τραχύτητος του Υπάτου Αρμοστού εναντίον του ομογενούς στοιχείου […], ο κ. Βενιζέλος ετήρησε πάντοτε σιγήν προς πάσαν εκείθεν διαμαρτυρίαν», έγραφε η εφημερίδα.
Στη συνέντευξή του ο Στεργιάδης, που είχε διοριστεί σε αυτή τη θέση από τον Βενιζέλο, με τον οποίο συνδεόταν με προσωπική φιλία, είχε αποδώσει την παραμονή του στη θέση του ύπατου αρμοστή μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 σε παράκληση του τότε πρωθυπουργού Δ. Ράλλη και του Δ. Γούναρη.
Ομως, ο Γιάννης Κορδάτος έχει άλλη ανάγνωση της παραμονής του Στεργιάδη στην ίδια θέση, γράφοντας ότι «όταν έπεσε ο Βενιζέλος, έδωκε γην και ύδωρ στον βασιλιά Κωνσταντίνο και στον Γούναρη και έτσι κράτησε τη θέση του. Ηταν όμως πράκτορας της Ιντέλιζενς Σέρβις. Εκανε ό,τι ήθελαν οι Αγγλοι» (Γιάννης Κορδάτος, «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», τόμος Ε’, εκδ. 20ός αιώνας, Αθήνα, 1958, σελ. 575, υποσ. 1).
Σε αυτό φαίνεται να συμφωνεί και ο Μικρασιάτης δημοσιογράφος Χρήστος Αγγελομάτης, ο οποίος σε κείμενό του, που διαβάστηκε προ τεσσάρων ετών σε εκδήλωση για την ανατύπωση του βιβλίου του Μ. Ροδά «Η Ελλάδα στη Μ. Ασία», αναφέρει ότι ο Στεργιάδης ήταν «παντοδύναμος, ελέω Εγγλέζων» και προσθέτει παρακάτω πως «ο Στεργιάδης ήταν ο πρώτος πού έπρεπε να εκτελέσει ο Πλαστήρας στο Γουδί, αλλά οι Αγγλοι τους ανθρώπους τους ξέρουν να τους προστατεύουν».
Είναι αξιοσημείωτη η περιγραφή της αποχώρησης του Αρ. Στεργιάδη από τη Σμύρνη από την εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» (φ. 31/8-13/9 με το νέο ημερολόγιο), η οποία φαίνεται ότι έγινε στις 26 Αυγούστου (8/9):
«Ωρα 7.20′ σήμερα το βράδυ, ο Αριστείδης Στεργιάδης, φρουρούμενος από έναν αξιωματικόν του αγγλικού ναυτικού και τον Διευθυντήν της Αστυνομίας κ. Νικηφοράκην, κατέρχεται την κλίμακα του φρουρίου της Βαστίλης του, υπό τους γιουχαϊσμούς και τας κατάρας του όγκου του μικρασιατικού λαού, ο οποίος ερρίφθη εναντίον του».
Η τραγωδία
Οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη

«Η Σμύρνη καταλήφθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ». Με αυτές τις λέξεις ξεκινούσε το τηλεγράφημα που έστειλε, στις 10 Σεπτεμβρίου 1922 (26 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο), ο ύπατος αρμοστής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, ναύαρχος Μπρίστολ, στο υπουργείο Εξωτερικών.
Ο χρόνος σταμάτησε. Τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και γενικότερα στην Εγγύς Ανατολή.
Το σχέδιο του Κεμάλ να απαλλαγεί οριστικά από διάφορες εθνότητες ετίθετο σε εφαρμογή.
Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, αφού βίωσε μέρες φρίκης και άγριων σφαγών, εξαναγκάστηκε να πάρει, για ακόμα μια φορά, τον δρόμο του ξεριζωμού.
Η καταγραφή των τελευταίων ημερών της «Γκιαούρ Ιζμίρ» (η άπιστη Σμύρνη, πιο ελεύθερα: η πόλη των απίστων) από τα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (Στέιτ Ντιπάρτμεντ), τις ανταποκρίσεις των μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων (Ρόιτερς και Ασοσιέιτεντ Πρες) και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων αποτελεί σημαντικό ιστορικό υλικό.
Οι δραματικές εξελίξεις άρχισαν να προδιαγράφονται στα τέλη Ιουλίου του 1922.
Ο Κεμάλ και οι σύμβουλοί του, παίρνοντας πληροφορίες για μεταφορά ελληνικών στρατευμάτων στη Θράκη (με τελικό στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης), προσανατολίστηκαν στην επίσπευση της αντεπίθεσής τους, η οποία καθορίστηκε για τις 13 Αυγούστου.
Αρχικά, ο τουρκικός στρατός προχώρησε σε ορισμένες παραπλανητικές επιθέσεις στις 6 και 11 Αυγούστου.
Ωστόσο, η ελληνική διοίκηση, υποτιμώντας τις πληροφορίες της, δεν έλαβε κανένα μέτρο.
Αντίθετα, θεωρήθηκε ακόμα και «ελεγκτέος» ένας αξιωματικός που προειδοποιούσε εγγράφως…
Ηξεραν αλλά…
Αποκαλυπτική είναι η απόρρητη αλληλογραφία που υπάρχει στο Αρχείο της Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης για επικείμενη επίθεση του Κεμάλ.
Συγκεκριμένα, ο υποδιοικητής της περιοχής Σωκίων, Σταυρόπουλος, με «Απόρρητο, Απολύτου Προτεραιότητος» σήμα του προς την Διεύθυνση Εσωτερικών Σμύρνης, με ημερομηνία 9/8/1922, ενημερώνει ότι σύμφωνα με εμπιστευτικές πληροφορίες «ματαιωθείσης χθεσινής επιθέσεως Κεμαλικού στρατού με αντικειμενικόν σκοπόν κατάληψιν Μπαλατζίκ αναμένεται αύριο την πρωίαν ή αύριον το εσπέρας».
Στη συνέχεια ο Σταυρόπουλος αναφέρει τις ενέργειες που έκανε για τη μεταφορά των αρχείων της υπηρεσίας και των χρημάτων του ταμείου, ζητώντας διαταγές.
Το σήμα του Σταυρόπουλου διαβιβάζεται στη Γενική Γραμματεία με έγγραφο που υπογράφει ο διευθυντής (δεν αναφέρεται το όνομά του), ο οποίος δηλώνει ότι επικοινώνησε με τον επιτελάρχη της Στρατιάς Μικράς Ασίας και τον ανώτερο γενικό στρατιωτικό διοικητή, που του είπαν πως δεν έχουν ανάλογες πληροφορίες (!) και «αμφότεροι με εβεβαίωσαν ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας».
Μάλιστα, πρόσθεσαν ότι «εν προκειμένω ο Υποδιοικητής έδειξεν έλλειψιν ψυχραιμίας και ότι ελεγκτέος τυγχάνει»! (Αρχείο Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης, Φ. 70 – Γενικά Αρχεία του Κράτους).
Η τουρκική επίθεση
Ετσι, την αυγή της 13ης/ 26ης Αυγούστου του 1922, αρχίζει η τουρκική επίθεση.
Στις 4.00 τα ξημερώματα, ο Κεμάλ μεταβαίνει στο παρατηρητήριό του, στο Κοτζά Τεπέ. Μισή ώρα αργότερα το τουρκικό πυροβολικό αρχίζει να βάλλει.
Η επίθεση των Τούρκων ήταν αναμενόμενη. Παρ’ όλα αυτά αιφνιδίασε με την ποιότητά της την ηγεσία του ελληνικού στρατού, που περίμενε να αντιμετωπίσει άτακτα σώματα.
Το τουρκικό πυροβολικό σε συνεργασία με το ιππικό συνέτριψαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η και την 4η μεραρχία στρατού, ενώ σημαντική αιτία αποδιοργάνωσης θεωρείται ότι ήταν και η στρατολόγηση γεωργών και γενικά άμαχων χριστιανών, οι οποίοι, εξαιτίας της απειρίας τους και του φόβου τους, αποσυντόνισαν πλήρως τα τακτικά σώματα στρατού.
Στην ελληνική διοίκηση καταλογίζεται ακόμα ότι:

Οι ενισχύσεις δεν έφτασαν σύντομα, λόγω της ανασφάλειας που υπήρχε στο στράτευμα, αφού η κατάλυση του νότιου μετώπου είχε ήδη διαδοθεί.

Δεν υπήρχε σχέδιο σύμπτυξης, μολονότι υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι τα γεγονότα οδηγούσαν προς αυτή την έκβαση.

Δεν υπήρξε μέριμνα για διασφάλιση των επικοινωνιών με αποτέλεσμα, με τη διακοπή κάθε επικοινωνίας με τηλέφωνο ή τηλέγραφο, να παγιδευτεί ο ελληνικός στρατός σε μια εξ ολοκλήρου εχθρική περιοχή.Ετσι, η γραμμή του μετώπου γρήγορα διασπάστηκε και άρχισε η υποχώρηση που μεταβλήθηκε σε φυγή προς δύο κύριες κατευθύνσεις: προς την Προποντίδα και προς τις δυτικές ακτές.
Τον στρατό ακολουθούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί και οι Αρμένιοι από τις περιοχές που εγκαταλείπονταν στα χέρια των Τούρκων.
Ο Κεμάλ διέταξε την καταδίωξη των Ελλήνων κατά την οπισθοχώρησή τους.
Τα κεμαλικά στρατεύματα, όμως, αντιμετώπισαν δυσχέρειες, καθώς οι Ελληνες χρησιμοποίησαν την τακτική της «καμένης γης» για να δυσκολέψουν την καταδίωξή τους από τους Τούρκους.
Αυτό αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για τις σφαγές των αμάχων, αν και στην πραγματικότητα ο Κεμάλ ήθελε να απομακρύνει από την περιοχή όλες τις εθνικές μειονότητες, ολοκληρώνοντας το σχέδιο που είχε ξεκινήσει η Τουρκία περίπου 10 χρόνια νωρίτερα.
Οι «σύμμαχοι» ανησυχούν
Στις 20 Αυγούστου/2 Σεπτεμβρίου ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη, Τζορτζ Χόρτον, σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ αναφέρει τα εξής:
«Η στρατιωτική κατάσταση είναι εξαιρετικά σοβαρή λόγω της εξάντλησης και του χαμηλού ηθικού των Ελληνικών δυνάμεων. Η Κιουτάχεια (Kutaya) και το Αϊδίνι (Aidin) εκκενώθηκαν και κάηκαν χθες. Το Α’ Σώμα Στρατού κακώς είχε αποσυρθεί δυτικά του Ουσάκ (Ushak). Είχε ενωθεί με το Β’ Σώμα, το οποίο ξέφυγε (σ.σ. από την αιχμαλωσία) κάνοντας μεγάλη παράκαμψη. Αυτή η δύναμη εμποδίζει την τουρκική επίθεση στη Σμύρνη αλλά δεν είναι αξιόπιστη.
Το Γ’ Σώμα Στρατού είναι στο Εσκί-Σεχίρ αλλά πιθανότατα θα εκκενώσει και θα κάψει την πόλη. Ενίσχυση της Μεραρχίας προσδοκάται σήμερα. Η γνώμη μου είναι ότι η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή ώστε δεν μπορεί να γίνει κάτι τώρα. Ο πανικός έχει εξαπλωθεί ανάμεσα στους ξένους χριστιανικούς πληθυσμούς όπως ακριβώς και στους Ελληνες και πολλοί προσπαθούν να φύγουν.
Καθώς ο αποθαρρυμένος ελληνικός στρατός φτάνει στη Σμύρνη, παρουσιάζονται μεγαλύτερα προβλήματα και οι απειλές για κάψιμο της πόλης [ακούγονται] ελεύθερα. Εν όψει των παραπάνω, μεθ’ υπολήψεως ζητάω να σταλεί καταδρομικό στη Σμύρνη για να προστατεύσει το Προξενείο και τους υπηκόους (σ.σ. των ΗΠΑ)». (Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ-Γραφείο Ιστορίας-Εγγραφα σχετικά με τις εξωτερικές σχέσεις των ΗΠΑ, 1922, Κεφάλαιο ΙΙ, Ελλάδα, σελ. 414, τηλεγράφημα 767.68/274).
Ο πανικός

Την επόμενη μέρα, 21 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου, οι συμμαχικές δυνάμεις αρχίζουν να στέλνουν πολεμικά πλοία στη Σμύρνη για να προφυλάξουν τους υπηκόους τους.
Καταπλέουν, σταδιακά, 11 αγγλικά, πέντε γαλλικά και τρία αμερικανικά πλοία.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του επικεφαλής του Γραφείου Τύπου της Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης, Μ. Ροδά, στα λιμάνια της Χίου και της Μυτιλήνης ήταν καθηλωμένα 50 ελληνικά εμπορικά πλοία, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεπε να πάνε να βοηθήσουν στη Σμύρνη (Μ. Ροδάς, «Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία – Μικρασιατική Καταστροφή»).
Προφανώς, στο πλαίσιο της πολιτικής της αποφυγής «προσφυγικού ζητήματος»…
Στις 22 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου, ο Τζορτζ Χόρτον στέλνει νέο τηλεγράφημα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Πρόσφυγες ξεχύνονται στη Σμύρνη και ξεσπάει πανικός. Στο πλαίσιο του ανθρωπισμού και για την ασφάλεια των αμερικανικών συμφερόντων σας ικετεύω (σ.σ. Ι beg you) να μεσολαβήσετε προς την κυβέρνηση της Αγκυρας για αμνηστία, ώστε να επιτρέψουν στις ελληνικές δυνάμεις να εκκενώσουν. […]. Ο Ελληνας Υπατος Αρμοστής χθες βράδυ επέτρεψε σ’ εμένα προφορικά να πάρω μέτρα για διαμεσολάβηση […]» (ό.π., σελ. 414 & 415, τηλεγράφημα 767.68/276).
Την επόμενη μέρα, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ενημερώνει τον Τζορτζ Χόρτον ότι θα σταλούν αντιτορπιλικά στη Σμύρνη για να βοηθήσουν στην ασφάλεια των Αμερικανών και των ιδιοκτησιών τους, καθιστώντας σαφές ότι «η αποστολή των πολεμικών πλοίων είναι αποκλειστικά για την προστασία των Αμερικανών»! (ό.π., σελ. 415, τηλεγράφημα 767.68/274).
Στην Αθήνα φτάνουν από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι πρώτες ειδήσεις για το επερχόμενο προσφυγικό κύμα.
Στις 25/8 (7/9) η εφημερίδα «Αθήναι» του Γεώργιου Πωπ δημοσιεύει ανταπόκριση από το Λονδίνο, σύμφωνα με την οποία «κατόπιν της ήττης των Ελλήνων η εκκένωσις της Σμύρνης θεωρείται αναπόφευκτος. Χριστιανοί πρόσφυγες συρρέουν εις την Σμύρνην, όπου φόβοι υπάρχουν ταραχών».
Οι πρώτοι 80
Την ίδια ημέρα το «Εθνος» δημοσιεύει μια μικρή είδηση με τίτλο «Αφιξις των υπαλλήλων Σμύρνης», στην οποία διαβάζουμε τα εξής:
«Διά του καταπλεύσαντος σήμερον εκ Σμύρνης εις Πειραιά ατμοπλοίου «Υπεροχή» αφίκοντο ο Τούρκος νομάρχης Σμύρνης, πλείστοι υπάλληλοι της ελληνικής Αρμοστείας, οι υπάλληλοι των εκεί υποκαταστημάτων των Τραπεζών Εθνικής και Αθηνών, μετεφέρθησαν δε τα Αρχεία της Αρμοστείας και το ταμείον του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης. Επίσης αφίκοντο 800 επιβάται, εξ ων οι πλείστοι πρόσφυγες».
Το απόγευμα της Παρασκευής 25/8 αναχωρούν από τη Σμύρνη όλα τα ελληνικά πλοία, μεταφέροντας κυρίως στρατιωτικές δυνάμεις.
Οπως γράφουν οι εφημερίδες (βλ. «Αθήναι» 28/8-10/9), η κυβέρνηση είχε δώσει εντολή να κατευθυνθούν προς Χίο ή Μυτιλήνη.
Ομως, οι εξαντλημένοι στρατιώτες υποχρέωσαν τους πλοιάρχους να αλλάξουν πορεία και να κατευθυνθούν στον Πειραιά.
Η κυβέρνηση φοβήθηκε ότι οι οπλισμένοι στρατιώτες θα προχωρούσαν σε έκτροπα με την άφιξή τους στον Πειραιά ή θα έπαιρναν μέρος στο Κίνημα που εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα.
Γι’ αυτό, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα, είχαν ληφθεί έκτακτα μέτρα στο λιμάνι από το Φρουραρχείο και την Αστυνομική Διεύθυνση, με την ενίσχυση δύο λόχων πεζικού από την Αθήνα, «διότι είχον κυκλοφορήσει πολλαί ανησυχητικαί διαδόσεις περί των διαθέσεών των. Μάλιστα, συνεπεία των διαδόσεων τούτων εδημιουργήθη προς στιγμήν και μικροπανικός, πολλά δε των καταστημάτων ήρχισαν να κλείνουν».
Πρώτο κατέπλευσε το ατμόπλοιο «Αθήναι» με περίπου 600 στρατιώτες.
Oι στρατιώτες το μόνο που ζήτησαν ήταν τα απολυτήριά τους και μόλις πληροφορήθηκαν ότι αποβιβαζόμενοι θα έπαιρναν φύλλο αορίστου αδείας άρχισαν να εξέρχονται ήσυχα, χωρίς να δημιουργηθεί κανένα επεισόδιο.
Ακολούθησαν το ατμόπλοιο «Ρούμελη» με άλλους 600 στρατιώτες και το φορτηγό «Ιωάννης» με περίπου 2.000 στρατιώτες.
Την αποβίβαση των στρατιωτών παρακολουθούσε πλήθος συγκεντρωμένου κόσμου, κυρίως μητέρες, αδελφές και σύζυγοι, που περίμεναν τους δικούς τους ή κάποιο νέο για τους αγνοούμενους.
Τις ίδιες μέρες πρόσφυγες αρχίζουν και φεύγουν από τα παράλια της Μικράς Ασίας με όποιο μέσο μπορούν.
Αργότερα θα μάθουμε («Ριζοσπάστης», 3/16 Σεπτεμβρίου) ότι πολλοί έφτασαν στα απέναντι ελληνικά νησιά ακόμα και με βάρκες…
Οπως σημειώνεται σε τηλεγράφημα (27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου) από την Κωνσταντινούπολη προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «η ελληνική διοίκηση της πόλης [της Σμύρνης] σταμάτησε στις 10 το βράδυ της Παρασκευής και οι Σύμμαχοι ανέλαβαν την πόλη» (ό.π., σελ. 418, τηλεγράφημα 767.68/297).
Από το ίδιο τηλεγράφημα μαθαίνουμε ακόμα ότι ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης δεν έφυγε με ελληνικό πλοίο αλλά «επιβιβάστηκε στο Αϊρον Ντιουκ [σ.σ. πρόκειται για το βρετανικό πολεμικό σκάφος Iron Duke]», με το οποίο έφτασε στη Γαλλία.
Και δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, «το Ελληνικό Γενικό Αρχηγείο αποσύρθηκε στο Τσεσμέ, απέναντι από τη Χίο».
Είναι αποκαλυπτικό το τηλεγράφημα του διπλωματικού υπεύθυνου των ΗΠΑ για την Ελλάδα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στο οποίο αναφέρει ότι ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών του ζήτησε μόλις στις 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου να κάνει επείγουσα έκκληση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ για να βοηθήσουν στη σωτηρία 500.000 προσφύγων που συγκεντρώθηκαν στα λιμάνια της Μικράς Ασίας.
«Αυτός δηλώνει ότι […] τα Ελληνικά πλοία τώρα απασχολούνται στην εκκένωση της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα και η Ελληνική κυβέρνηση δεν έχει πλοία για να πάρει τους πρόσφυγες στην Ελλάδα ούτε φαγητό ή σκηνές γι’ αυτούς. […] Ιδια έκκληση έγινε στους εκπροσώπους των συμμάχων εδώ», ανέφερε ο διπλωματικός υπεύθυνος (ό.π., σελ. 416 & 417, τηλεγράφημα 868.48/87).
Στις 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι έφιπποι Τσέτες μπήκαν στη Σμύρνη.
Ωστόσο, η είδηση θα μεταδοθεί λογοκριμένη στην Αθήνα.
Ετσι, η εφημερίδα «Αθήναι» θα δημοσιεύσει, στις 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου ένα «μονόστηλο» της τελευταίας στιγμής (επί του πιεστηρίου) με τίτλο «Οι τούρκοι εισήλθον εις Σμύρνην».
Ομως, στο κείμενο δεν αναφέρεται τίποτα! Η λογοκρισία έχει κάνει το «θαύμα» της.
Ενα λευκό κενό ανάμεσα σε δύο παραγράφους έχει «εξαφανίσει» το θέμα που προαναγγέλλει ο τίτλος…
Η διαταγή του «χασάπη»
Τη διοίκηση της πόλης ανέλαβε ο γνωστός και ως «χασάπης της Σμύρνης», Νουρεντίν πασάς.
Η πρώτη επίσημη διαταγή του έλεγε μεταξύ άλλων:
«Α. Ολοι οι Ελληνες και οι Αρμένιοι από του 18ου έτους μέχρι του 45ου, οι ευρισκόμενοι εις τα απελευθερωθέντα εδάφη από τον στρατόν μας, καθώς και οι Ελληνες και οι Αρμένιοι οι μεταφερθέντες από τον ελληνικόν στρατόν εις τα παράλια προς επιβίβασιν και εγκαταλειφθέντες κατόπιν της ακατασχέτου καταδιώξεως του στρατού μας πρέπει να παραδοθούν πάραυτα. Θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών. Το μέτρον τούτο λαμβάνεται εναντίον των διότι έλαβον επισήμως τα όπλα εναντίον της πατρίδος, διότι κατετάγησαν εις τον εχθρικόν στρατόν, διότι τελευταίως ακόμη επυρπόλησαν πόλεις και χωριά και διέπραξαν ανηκούστους ωμότητας εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού και διά να μην προσέλθουν, εάν αφεθούν ελεύθεροι, να ενισχύσουν τον εχθρικόν στρατόν.
Β. Ολοι εκείνοι τους οποίους δεν αφορά το πρώτον άρθρον και γενικώς όλαι αι σμυρναίικαι οικογένειαι ή Ελληνες ή Αρμένιοι πρόσφυγες δύνανται να μεταναστεύσουν μέχρι της 30ής Σεπτεμβρίου 1338 [σ.σ. τουρκική ημερομηνία]. Οσοι, παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, δεν έχουν εγκαταλείψει την χώραν και θα κριθούν ύποπτοι απειλής κατά της ασφαλείας του στρατού και της δημοσίας τάξεως, θα οδηγηθούν εκτός της πολεμικής ζώνης».
Τις ίδιες ημέρες στην Αγγλία η κυβέρνηση ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς θα εξασφαλιστεί η παρουσία της στην πετρελαιοπαραγωγό Μοσούλη.
Το θέμα συζητείται (στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου) σε υπουργικό συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ (D. Lloyd George), όπου ο υφυπουργός Πολέμου ενημερώνει ότι θα πρέπει να αισθάνονται την παρουσία του Κεμάλ «στην περιοχή της Μοσούλης και στο Ιράκ, γενικότερα», καθώς υπάρχουν 2.000-3.000 τουρκικά στρατεύματα (σ.σ. προφανώς του στρατού του σουλτάνου) βόρεια και βορειοδυτικά της Μοσούλης και με τη βοήθεια των στρατευμάτων του Κεμάλ «θα μπορούσαν να μας θέσουν εκτός της Μοσούλης σε ένα δεκαπενθήμερο» (πηγή: Βρετανικά Αρχεία, Υπουργική Διάσκεψη 137, 11 Σεπτεμβρίου 1922).
Η Μαύρη Τετάρτη
Διά πυρός και σιδήρου

Η Μαύρη Τετάρτη της 31ης Αυγούστου 1922 (13 Σεπτεμβρίου) θα μείνει άσβεστη στη μνήμη όλων των Ελλήνων, καθώς κορυφώθηκε το μικρασιατικό δράμα.
Οι λεηλασίες και οι φόνοι είχαν αρχίσει πριν από 4 ημέρες, όταν μπήκαν στην πόλη οι Τσέτες (οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» σε δημοσίευμα της 15ης Σεπτεμβρίου 1922 έγραφαν ότι οι Τσέτες είχαν απελευθερωθεί από τις τουρκικές φυλακές και η αμοιβή τους ήταν το πλιάτσικο από τις λεηλασίες. Παρότι χρησίμευσαν ως μια «βολική» δικαιολογία για τις βιαιότητες του τουρκικού στρατού, στην πραγματικότητα υπάκουαν πλήρως στις εντολές των ανωτέρων τους).
Μπροστά στα μάτια του Νουρεντίν δολοφονήθηκε και κατακρεουργήθηκε ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, ενώ από την επόμενη μέρα που έφταναν οι τακτικές δυνάμεις, οι σφαγές και οι λεηλασίες άρχισαν να συστηματοποιούνται στις ελληνικές και στην αρμενική συνοικία.
Πρόσφυγες από κοντινά χωριά αλλά και από τη Σμύρνη έτρεχαν στην ακτή ζητώντας τρόπο να ξεφύγουν από τις ορδές των Τούρκων.
Αλλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και άλλοι ζητούσαν προστασία σε νεκροταφεία και εκκλησίες.
Σε τηλεγράφημα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου, αναφέρεται:
«[περιγράφοντας τους πρόσφυγες], μερικοί μόνοι, οικογένειες, ομάδες και περίπου 5.000 κρυμμένοι σε ιδρύματα ή κουλουριασμένοι εδώ και εκεί, που μετακινούνται όταν κάποιοι ξεκινούν να τους πυροβολούν…»
Στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» δημοσιεύτηκε ότι δεν έμεινε σπίτι άθικτο.
Παραβιάζονταν οι πόρτες, ατιμάζονταν οι γυναίκες, οι άντρες σφάζονταν, τα σπίτια λεηλατούνταν.
Οι δρόμοι ήταν στρωμένοι από πτώματα φρικτά παραμορφωμένα.
Για τις ελληνικές συνοικίες αναφέρεται από τον Χ. Ε. Αγγελομάτη ότι «από της νύκτας όμως της 31ης Αυγούστου, το έργον της καταστροφής διά πυρός και σιδήρου της Αρμενικής Συνοικίας είχε τερματισθεί, οι Τούρκοι εστράφησαν εξ ολοκλήρου προς τας ελληνικάς».
Επίσης, ο Αγγλος συγγραφέας Michael Llewellyn Smith («Το Οραμα της Ιωνίας – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922», Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα 2009, σελ. 51) δίνει την ακόλουθη περιγραφή για τους πρόσφυγες:
«Καθώς τα μαύρα μαντάτα, διαστρεβλωμένα από τις φήμες, έφταναν συνέχεια από το εξωτερικό, το ρυάκι των προσφύγων φούσκωνε και γινόταν σταθερό ρεύμα. Με την άφιξή τους επιβεβαίωναν αυτό που ήξεραν όλοι, ότι είχε έρθει το τέλος της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες έφταναν κατά χιλιάδες στη Σμύρνη και σε όλες τις παράλιες πόλεις. Κοιμούνταν στις εκκλησίες, στα σχολεία, στα φιλανθρωπικά ιδρύματα των Αμερικανών, στις σχολές ιεραποστόλων της ΧΑΝ, και στους δρόμους…»
Και όμως, ακόμα και αυτή τη στιγμή, οι επικεφαλής των συμμαχικών πλοίων αρνούνταν να επέμβουν για τη διάσωση των χριστιανών χάριν της… ουδετερότητας.
Στις 13 Σεπτεμβρίου (31 Αυγούστου, με το παλαιό ημερολόγιο), κατά άλλες πηγές στη 1 το μεσημέρι και κατ’ άλλες στις 4 το απόγευμα, ξέσπασε η μεγάλη φωτιά στην αρμενική συνοικία, που κατέστρεψε ολόκληρο το δυτικό μέρος.
Κατά… σύμπτωση, ο άνεμος φυσούσε έτσι ώστε να απομακρύνει τη φωτιά από την τουρκική συνοικία.
Ηταν η πρώτη μέρα μετά την κατάληψη της Σμύρνης που φυσούσε νοτιοδυτικός άνεμος και ήταν σίγουρο ότι θα κατεύθυνε τη φωτιά προς τα δυτικά και όχι προς τη μουσουλμανική περιοχή της πόλης.
Ακόμα, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι Τούρκοι στρατιώτες άδειαζαν βενζίνη και απομακρύνονταν.
Οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» υπογραμμίζουν, σε δημοσίευμα της 15ης Σεπτεμβρίου 1922, ως ιδιαίτερα αξιόπιστη τη μαρτυρία της Minnie Β. Mills, διευθύντριας του Αμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, η οποία δήλωσε ότι είδε έναν λοχία ή αξιωματικό του τουρκικού τακτικού στρατού να μπαίνει σε ένα κτίριο κοντά στο σημείο όπου παρατηρήθηκαν οι πρώτες φλόγες.
Αυτός μετέφερε μικρά κουτιά, τα οποία προφανώς περιείχαν κηροζίνη. Αμέσως μόλις έφυγε από το κτίριο, ξέσπασαν οι φλόγες.
Αλλες μικρότερες πυρκαγιές ξεκίνησαν λίγο μετά.
Ο ανταποκριτής του Ρόιτερς, που είχε επιβιβαστεί σε βρετανικό πλοίο, ανέφερε σε ανταπόκρισή του ότι «εκατοντάδες πτώματα των θυμάτων της τουρκικής σφαγής στη Σμύρνη βρίσκονταν στους δρόμους της πόλης».
«Οταν έφυγα από τη Σμύρνη», είπε ο ίδιος, «οι Τούρκοι εξακολουθούσαν τις λεηλασίες και τις σφαγές. Οι αποβάθρες ήταν γεμάτες με πρόσφυγες».
Ενδεικτική της ανθρώπινης τραγωδίας είναι η ακόλουθη εικόνα που δίνει ο Τζορτζ Χόρτον (George Horton «Η μάστιγα της Ασίας», «Εστία», Αθήνα 2006, σελ. 113-114):
«Πολλοί από τους πρόσφυγες κουβαλούσαν τους αρρώστους στους ώμους τους. Θυμάμαι ιδιαίτερα μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά η οποία σερνόταν μέσα στους δρόμους της Σμύρνης κουβαλώντας στην πλάτη της τον σκελετωμένο γιο της που ψηνόταν στον πυρετό. Ηταν πιο ψηλός από τη μητέρα του και τα πόδια του σερνόντουσαν στο χώμα».
Ο Θ. Πετσάλης-Διομήδης γράφει:
«Χιλιάδες μυριάδες χριστιανοί είχαν πια σωριαστεί στις ακρογιαλιές της Μικρασίας, ελπίζοντας να σωθούν, ας είναι και κολυμπώντας. Οι πρώτοι Τούρκοι είχαν φτάσει μπρος στη Σμύρνη. Χυθήκανε μέσα στην πολιτεία… Οι πρώτες φωτιές είχαν κιόλας ανάψει. Μέσ’ στην παραζάλη, μανάδες χάνουν τα παιδιά, ο άντρας τη γυναίκα. Τα ξένα καράβια σαλπάρουν, χωρίς να σώσουν από του χάρου τα δόντια τους δύστυχους χριστιανούς, που πηδάνε στο νερό παρακαλώντας, καλώντας «βοήθεια! βοήθεια!» .
Κι αν πρόκανε κανένας και κρεμάστηκε από μια κουπαστή ή από καμιά σκάλα καραβιού, του λύνουνε τα χέρια με το ζόρι…[…] Θηριωδίες θα πεις ανήκουστες. Φοβήθηκαν τάχα οι ξένοι καπεταναίοι να μη βουλιάξουν τα καράβια τους από το παραφόρτωμα.
Αντίκρυ η Σμύρνη καίγεται, τριζοβολάει μέσα στις φλόγες, πνίγεται στους καπνούς τους μαύρους. Το Κε (Quae) -η παραλία- πνιγμένη στον κόσμο που δέρνεται μ’ αλλοφροσύνη, ποιος να σωθεί. Οι φλόγες μανιάζουν δέκα – είκοσι το πολύ μέτρα πίσω τους.
Μπροστά τους θάλασσα με τα ξέχειλα καράβια, με τα τουμπανισμένα πτώματα που επιπλέουν, με τα βρώμικα νερά, να σωθούνε, να σωθούνε, να σωθούνε»… (Θ. Πετσάλη-Διομήδη, «Σελίδες τραγωδίας», Περιοδικό Νέα Εστία, Μνήμη Μικράς Ασίας, τ. 1.091, σ. 50, Αθήνα 1972).
Ο Ιάπωνας πλοίαρχος που δίδαξε αλληλεγγύη
Αυτό που δεν έκαναν τα «συμμαχικά» πλοία στους εκλιπαρούντες για σωτηρία πρόσφυγες το έκανε ο πλοίαρχος ενός ιαπωνικού φορτηγού πλοίου.
Η ηρωική στάση του Ιάπωνα πλοιάρχου έγινε γνωστή με τον κατάπλου στον Πειραιά του φορτηγού «Τάκεϊ-Μάρου», που διέσωσε 325 πρόσφυγες, κυρίως γυναίκες και παιδιά, που όπως πολλοί άλλοι ικέτευαν τα συμμαχικά πλοία να τους βοηθήσουν.
Η πειραϊκή εφημερίδα «Σημαία» έγραφε, στις 3/9/1922 (16/9, με το νέο ημερολόγιο):
«Ο Ιάπων Κυβερνήτης συγκινηθείς από το θέαμα απέστειλεν ατμακάτους δι’ ων παρέλαβε τα γυναικόπαιδα αυτά επί του πλοίου του. Ενώ όμως ο αντιπρόσωπος της Εταιρίας ητοιμάζετο να δώση το σύνθημα του απόπλου εκυκλώθη υπό αξιωματικών του Κεμαλικού Επιτελείου, μετ’ αποσπάσματος στρατιωτικού αξιωσάντων την παράδοσιν των επί του Ιαπωνικού επιβιβασθέντων Ελλήνων.
Ο κ. Λου αντιταχθείς εντόνως ειδοποίησε τον Κυβερνήτη του «Τάκεϊ-Μάρου». Ο δε Ιάπων Κυβερνήτης εν αγανακτήσει απήντησεν ότι απαξιοί απαντήσεως των αρχηγών τοιούτων κακούργων ορδών, αίτινες καταισχύνουν τον ανθρωπισμόν και ότι δεν εννοεί να παραδώση ουδένα των προσφύγων των τεθέντων υπό την προστασίαν της Ιαπωνικής σημαίας, έτοιμος να προκαλέση […] επέμβασιν της Κυβερνήσεώς του, εάν επεχείρουν προσβολήν κατά της σημαίας του.
Οι Κεμαλικοί καταπλαγέντες εκ του εντόνου ύφους της απαντήσεως του Ιάπωνος Κυβερνήτου, αφού συνεννοήθησαν μετά του Διοικητού των, απεχώρησαν […]. Ο Ιάπων αντιπρόσωπος διέταξε, σημειωτέον, την δωρεάν μεταφοράν των ανωτέρω γυναικόπαιδων εις Πειραιά.
Οι πρόσφυγες αφηγούνται ότι όταν το πλοίο απέπλεε εκ του λιμένος Σμύρνης το αίμα έρεε ποταμηδόν, άνευ υπερβολής, από τα θύματα, άτινα δεν ετουφεκίζοντο, αλλ’ εκρεουργούντο φρικωδώς…».
Η φωτιά ξύπνησε τους «συμμάχους»

Μια μέρα μετά την εκδήλωση της μεγάλης πυρκαγιάς, η οποία έκαιγε για μέρες κτίρια της πόλης, έγινε σύσκεψη στη Σμύρνη μεταξύ Βρετανών, Γάλλων, Ιταλών και Αμερικανών στρατιωτικών αξιωματούχων.
Αυτή φαίνεται ότι ήταν καθοριστική για την αλλαγή της στάσης των «συμμάχων» απέναντι στους απελπισμένους πρόσφυγες.
Συγκεκριμένα, σε τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μαθαίνουμε ότι η σύσκεψη των αξιωματούχων έγινε στις 2/15 Σεπτεμβρίου και «αποφασίστηκε ότι η μόνη λύση είναι η απομάκρυνση των προσφύγων».
«Ο Ιταλός ναύαρχος θα προσπαθήσει να πάρει άδεια από τον Κεμάλ ώστε τα ελληνικά πλοία να εισέλθουν στο λιμάνι της Σμύρνης για την εκκένωση […]. Σε περίπτωση που ο Κεμάλ αρνηθεί, αυτό που πρέπει να αποφύγουμε είναι η καθυστέρηση στην ανάληψη δράσης. Εκτιμώ ότι 150.000 πρόσφυγες πρέπει να απομακρυνθούν», ενημερώνει ο ύπατος αρμοστής των ΗΠΑ, ναύαρχος Μπρίστολ (ό.π., σελ. 424 & 425, τηλεγράφημα 868.48/113).

Τρεις ημέρες αργότερα, σε νεότερο τηλεγράφημα, ενημερώνεται η Ουάσινγκτον ότι έγινε η συνάντηση του Ιταλού ναυάρχου με τον Κεμάλ, ο οποίος, όμως, εμφανίστηκε αρνητικός να επιτρέψει την προσέγγιση ελληνικών πλοίων στη Σμύρνη, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη για κάτι τέτοιο.
Την ίδια μέρα, συγκαλείται στο Λονδίνο υπουργικό συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, με δύο θέματα σχετικά με τους πρόσφυγες στη Σμύρνη, την παροχή βοήθειας και τη διάθεση πλοίων για την απομάκρυνσή τους (Βρετανικά Αρχεία – Υπουργικό Συμβούλιο 138 – 18/9/1922).
Οπως διαβάζουμε στα πρακτικά, «ο πρωθυπουργός εξήγησε εν συντομία την κατάσταση. Καθώς η κεμαλική κυβέρνηση αρνείται να επιτρέψει την αποστολή ελληνικών πλοίων στη Σμύρνη για να παραλάβουν πρόσφυγες, μπορεί (είπε) να είναι απαραίτητο να σταλούν συμμαχικά πλοία για τον σκοπό αυτό».
Ακολούθως, αναφέρεται ότι υπήρχαν 15 πλοία που θα μπορούσαν να βρίσκονται εντός 48 ωρών στη Σμύρνη, αλλά καθώς το κόστος εθεωρείτο υψηλό, συμφωνήθηκε να σταλούν δύο ή τρία πλοία και να ενημερωθεί σχετικά η Ελλάδα.
Ωστόσο, ο χρόνος που είχαν θέσει οι Τούρκοι για την απομάκρυνση των προσφύγων (30/9) κοντεύει να εκπνεύσει.
Ετσι, στις 23 Σεπτεμβρίου 1922, ο Αγγλος βαρόνος Μόρις Χάνκεϊ (Maurice Pascal Alers Hankey), στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού Λόιντ Τζορτζ, στέλνει μια απόρρητη επιστολή στον Ρόναλντ Λίντσεϊ (Sir Ronald Charles Lindsay), βοηθό του τότε υφυπουργού Εξωτερικών, στην οποία του επισημαίνει ότι «δεν υπάρχει χρόνος, ως εκ τούτου, για χάσιμο στην ανάληψη δράσης».

«Σας προκάλεσε κάποια πίεση το γεγονός ότι υπάρχει ισχυρός λόγος να πιστέψετε ότι εάν πρόσφυγες δεν μετακινηθούν από τη Σμύρνη πριν από την 30ή Σεπτεμβρίου, το χειρότερο μπορεί να συμβεί, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο στην ανάληψη δράσης, ειδικότερα καθώς οι Ελληνες δεν αναμένεται να μπορούν να είναι σε θέση να ολοκληρώσουν το έργο μέσα στις λίγες ημέρες που απομένουν», ανέφερε ο Χάνκεϊ, σημειώνοντας με έμφαση ότι στέλνει την επιστολή με πρωθυπουργική εντολή, καθώς να σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί το υπουργικό συμβούλιο (πηγή: Αρχεία Βρετανικού Κοινοβουλίου – Αρχείο Λόιντ Τζορτζ – LG_F_26_2_33.Hankey Letter).