περιγκιζλάρ: Νεράιδες στο Ικόνιο της Μικρασίας

2 Ιανουαρίου, 2017

Καθώς ήταν ξαπλωμένη μία γυναίκα στο κρεβάτι της παρουσιάζονται έξι με επτά περί γκιζλάρ δηλ. νεράϊδες με δύο λαμπάδες και ντέφια και άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν. Τότε η γυναίκα ξαφνιασμένη ανακάθεται στο κρεβάτι και αυτές της λένε ότι έρχονται τακτικά και τρώνε απ’ το γλυκό και το τυρί της. Εκείνη απαντά πως μολονότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, όμως δεν λιγοστεύουν πράγμα που το επιβεβαιώνουν και οι ίδιες. Όταν η γυναίκα κατόπιν ρωτά: «πως θα δικαιολογήσω αύριο στους γείτονες τον θόρυβο αυτό;» απαντούν ότι οι άλλοι δεν ακούν την στιγμή αυτή. Τελικά τα δαιμονικά αυτά όντα εξαφανίσθηκαν με το λάλημα των πετεινών.

Δύο συνυφάδες επρόκειτο να πλύνουν ενωρίς το πρωϊ και συμφώνησαν, όποια σηκωθεί πρώτη να ειδοποιήσει και την άλλη. Σηκώνεται λοιπόν η μία και βλέπει τα ρούχα να πλένονται  από μία νεράϊδα, την οποίαν, επειδή δεν γνώρισε, ρωτά: «συνυφάδα – συνυφάδα, γιατί δεν με φώναξες;» Η άλλη χωρίς να δίνει σημασία συνεχίζει το πλύσιμο ρωτώντας: «συνυφάδα, εσύ είσαι ωραία ή εγώ;» Και η άλλη: «εσύ είσαι πιο ωραία». Μετά επαναλαμβάνεται η ίδια ερώτηση απ’ την νεράϊδα, οπότε και η άλλη καταλαβαίνοντας περί τίνος επρόκειτο της λέει: «και το φεγγάρι είναι ωραίο και ήλιος, αλλά εσύ είσαι ακόμη πιο ωραία», διότι υπήρχε φόβος, αν της έλεγε κάτι άσχημο, να της προξενήσει μεγάλο κακό.

μαρτυρία Μαρίας Τσιλγεωργίογλου

Ο θείος μου κάποια νύκτα περνούσε από ένα γεφύρι. Για μια στιγμή σταμάτησε, επειδή αντελήφθηκε ότι κάποιος άλλος ερχόταν πίσω του, αλλά και αυτός σταμάτησε. Μετά συνέχισε τον δρόμο του και σε λίγο πάλι το ίδιο. Είδε τότε πως τον ακολουθούσε μία νεράϊδα, που έλαμπε ολόκληρη μέσα στα αστραφτερά της ρούχα. Τρομοκρατημένος «το έβαλε στα πόδια». Καθώς έτρεχε ζαλισμένος απ’ τον φόβο, πήδηξε και ένα ρυάκι, που βρέθηκε στον δρόμο του, όμως κάτι διαπεραστικές φωνές τον φόβισαν ακόμη πιο πολύ. Ήταν η νεράϊδα, που έμεινε χωρίς να πηδήξει στο απέναντι μέρος και φώναζε χτυπώντας δυνατά τα χέρια της. Τελικά αυτός εξαντλημένος τελείως απ’ τον τρόμο έφθασε σπίτι του.

Το περιστατικό αυτό το άκουσα απ’ την συμπεθέρα μου. Στο σπίτι όπου έμενε μαζί με την πεθερά της υπήρχαν νεράϊδες. Ένα πρωί λοιπόν, αφού ξύπνησαν, τι να ιδούν! Το ζυμάρι στην σκάφη είχε φουσκώσει και ξεχείλιζε. Την νύχτα φαίνεται πως οι νεράϊδες ζύμωσαν, αφού η νοικοκυρά του σπιτιού δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο. Πήγαν λοιπόν επάνω απ’ το ξεροπήγαδο, που ήξεραν ότι συχνάζουν και ρώτησαν: «ξεχείλισε το ζυμάρι, τι να το κάνομε;» και εκείνες απαντούν: « να αφήσετε την μαύρη κότα να το τσιμπολογήσει». Έτσι, αφού έκαναν αυτό, μετά από λίγο το ζυμάρι «έκατσε».

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: