Ένας Μικρασιάτης »Ρομπέν των Δασών» των φτωχών Ελλήνων και Μουσουλμάνων που απαγόρευσε τους φοροεισπράκτορες και παρακινήσε τους αγρότες να μην πληρώνουν φόρους

Μέσ’ της Σμύρνης τα βουνά

και τα άγρια τα νερά

με λεν εμένα Τσακιτζή

αχ παλικάρι στην καρδιά

αχ λεοντάρι στην καρδιά…

Ο Τσακιτζής ήταν μυθικός λαϊκός ήρωας Τούρκων και Ελλήνων της Μ. Ασίας, της Αν. Ρωμυλίας και της Πόλης. Ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής-αντάρτης (Ρομπέν των δασών) υπερασπιστής των φτωχών, που στα δημοτικά άσματα της εποχής (19ος-20ος αιώνας) έκλεβε τους πλούσιους για να βοηθήσει τους φτωχούς και να παντρέψει άπορες κοπέλες.

Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές γεννήθηκε στο χωριό Αγιά Σουλούκ, κοντά στο Αϊδίνι, ήταν καπετάνιος των Ζεϊμπέκων και φορούσε την περήφανη χαρακτηριστική στολή τους.

Ο Τσακιτζής βγήκε στην παρανομία και σχημάτισε ένοπλη ομάδα με σκοπό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, που ήταν κι εκείνος παράνομος και τον σκότωσαν με δόλο οι ζαπτιέδες, κατά διαταγή του βαλή της Σμύρνης και του ίδιου του Σουλτάνου. Με αυτό ως αφορμή, ο Τσακιτζής γενίκευσε τη θεώρησή του, θεώρησε σαν εχθρό του ολόκληρη την κρατική εξουσία και τους εκπροσώπους της: τους ζαπτιέδες, τους τζανταρμάδες, τους μισθοφόρους τουφεξήδες και τους αξιωματικούς τους, κι εξόντωσε πολλούς από αυτούς.

Όλα αυτά γινόντουσαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ένοπλη δράση του Τσακιτζή, του πατέρα του, όπως και των άλλων εφέδων της φυλής τους, ίσως να σχετίζεται με τις μεγάλες εξεγέρσεις των Ζεϊμπέκων του 19ου αι. εναντίον του τουρκικού κράτους που κατέστρεφε τον τρόπο ζωής τους και τους καταπίεζε.

Βλέποντας ότι το κράτος τους καταπίεζε, ο Τσακιτζής παρακίνησε τους φτωχούς αγρότες να μην πληρώνουν φόρους, κι απαγόρεψε στους φοροεισπράκτορες, με ποινή θανάτου, να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του.

Ξεκινώντας με την πρόθεση να αποδώσει μόνος του δικαιοσύνη σε μια προσωπική αδικία που του κάνανε, ο Τσακιτζής έφτασε στην ιδέα να απονείμει, γενικότερα, δικαιοσύνη στην περιοχή του και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Έτσι, άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ’ τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες, έφτιαχνε κοινωφελή έργα. Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι, διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωση του Τσακιτζή. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του πλέκανε τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα.

Η φήμη του είχε φτάσει στην Ελλάδα απ’ τον καιρό που ζούσε ακόμα ο θρυλικός εφές, πολύ πριν φτάσουν εδώ οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Το σχετικό ελλαδίτικο, όπως φαίνεται κι από τους στίχους, τραγούδι, εύχεται μέσα στην αφέλειά του να μπορούσε να έρθει ο Τσακιτζής και στην Ελλάδα, για να απονείμει κι εδώ την κονωνική του δικαιοσύνη:

“Τσακιτζή, δεν εβαρέθης στα σμυρνέικα χωριά;

Δεν περνάς και στην Ελλάδα, να παντρέψεις ορφανά;”

pic33-image001

Βεβαίως, αν το δούμε αντικειμενικά, ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής με τη νομική έννοια του όρου, δηλαδή ήταν κάποιος που ιδιοποιείται ξένα πράγματα με τη βία ή την απειλή βίας. Όμως οι αγρότες κι η φτωχολογιά των πόλεων δεν τον θεωρούσαν κακούργο. Ενδεικτική η μαρτυρία που διασώζει ο Νέαρχος Γεωργιάδης:

“Τον λέγανε ληστή! Εγώ δεν τον εθεωρούσα για κακούργο αυτόν τον άνθρωπο. Όταν τόσους ανθρώπους που δεν είχανε βόδια να ζευγαρώσουνε τους αγόραζε βόδια, όταν πάντρεψε τόσα κορίτσια, όταν εχάλανε ενούς το σπίτι, επήγαινε και του’δινε να χτίσει καινούργιο… Ε, λοιπόν αυτός ο άνθρωπος θα τον πω ότι ήτανε κακούργος? Αυτός ήτανε σωτήρας του κοσμάκη!”

Έχει παρατηρηθεί ότι οι ληστές, κοινωνικοί και μη, είναι άνθρωποι της δράσης μάλλον παρά της θεωρίας. Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές δεν είχε κανένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Όμως από τη δράση του πηγάζουν μερικές πολιτικές έννοιες που θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ως εξής:

*Αντιεξουσιαστική στάση, εχθρότητα προς ένα απολυταρχικό και καταπιεστικό κράτος και τα όργανά του και σύγκρουση μαζί τους.

*Ταξικά συναισθήματα που μοιράζονται σε δύο πόλους: συμπάθεια για τη φτωχή αγροτιά και τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και έχθρα εναντίον των πλουσίων.

*Πράξεις κοινωνικής δικαιοσύνης για την οικονομική ανακούφιση των φτωχών, με ανάλογη επιβάρυνση στην περιουσία των πλουσίων.

*Έλλειψη εθνικών ή θρησκευτικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, τόσο απέναντι στους αδύνατους, όσο κι απέναντι στους οικονομικά ισχυρούς.

Το πλήθος των Σμυρνιών και των άλλων Μικρασιατών Ελλήνων, που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις, με το να αγαπά, να θαυμάζει και να υποστηρίζει τον εφέ του Αϊδινίου, με το να εξυμνεί τα χαρίσματά του και να λέει τα τραγούδια του, με το να καλλιεργεί το θρύλο του για μια σειρά ετών, ακόμα κι όταν αυτός είχε πια σκοτωθεί, έδειχνε πως αποδεχόταν αυτές τις αρχές του Τσακιτζή ως ένα είδος κώδικα λαϊκής ιδεολογίας.

Βέβαια, η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, συνέβαλε αρκετά στο να ξεχάσουν προσωρινά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τον Τσακιτζή. Μπροστά τους είχαν πλέον το εθνικό όραμα της ενώσεως με την μητέρα πατρίδα και τέτοια πράγματα.

Αργότερα, οι Έλληνες της Μικρασίας, πρόσφυγες πια εκεί που τους πέταξε το φουσκωμένο κύμα, δοκίμαζαν στο πετσί τους την κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα στον υπέρτατο βαθμό. Όλα αυτά, στα εδάφη της μητέρας πατρίδας, πλέον.

Έτσι, τα τραγούδια του Τσακιτζή ξανάρχισαν να αντηχούν στις προσφυγικές συνοικίες, παίρνοντας τη σημασία επαναβεβαίωσης αυτού του παλιού κώδικα λαϊκής ιδεολογίας…

Μπορούμε να θεωρήσουμε ως κύριο τραγούδι για τον Τσακιτζή, εκείνη τη μελωδία με τούρκικα λόγια και ρυθμό ζεϊμπέκικο, που περιείχε σε κάθε στροφή της το στερεότυπο στίχο

“μπαναντα Τσακιτζή ντερλέρ” (δηλαδή “με λέν εμένα Τσακιτζή”)

ή το στίχο “γιαρ φιντάν μποϊλού” (δηλαδή “λυγερόκορμο δεντρί”).

Δεν ξέρουμε αν ο αρχικός δημιουργός του ήταν Τούρκος ή Ζεϊμπέκος ή αν ανήκε σε κάποια άλλη εθνότητα. Όσον αφορά τους στίχους, φαίνεται πως ο αριθμός τους είναι μεγάλος κι απροσδιόριστος. Στην πραγματικότητα, πολλοί προσέθεταν κατά καιρούς, ανάλογα με την έμπνευσή τους και την περίσταση, καινούργιες αυτοτελείς στροφές, τις οποίες μπορούμε να ονομάζουμε παραλλαγές. Αυτό λοιπόν το “κύριο” τραγούδι του Τσακιτζή το πήρανε από τους πρόσφυγες και οι άλλοι Έλληνες και το τραγουδήσανε κι αυτοί. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Μάρκου Βαμβακάρη: “Το “Τσακιτζής” είναι ζεμπέκικο τούρκικο βαρύ, ωραίο… ωραίο! Δε θυμάμαι ακριβώς από που το έμαθα, όμως ήτανε πολλοί, πολλοί από τη Μικρά Ασία που το τραγουδούσανε”.

Γύρω στα 1930 γραμμοφωνήθηκε μια αμιγώς ελληνόφωνη παραλλαγή:

Μες της Σμύρνης τα βουνά

και τα κρύα τα νερά

μες της Σμύρνης τα βουνά

σαν λιοντάρι τριγυρνά.

-Με λεν εμένα Τσακιτζή

-Γειά σου, παληκάρι μου,

λεοντάρι στην καρδιά

Καθεμιά του ντουφεκιά

είναι και παρηγοριά.

Καθεμιά του ντουφεκιά

είναι και παληκαριά.

-Με λεν εμένα Τσακιτζή

-Γειά σου παληκάρι μου,

λεοντάρι στην καρδιά

Τη θρησκεία δεν κοιτά

Τούρκα αν είσαι για Ρωμιά

-Με λεν εμένα Τσακιτζή

Τάμα τό’χει στο θεό

να παντρεύει ορφανά.

Ο θρύλος του Τσακιτζή επιβίωσε και μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο μια ακόμα σημαντική παραλλαγή του “κύριου” τραγουδιού του Τσακιτζή στα ελληνικά. Σ’ αυτήν παραμένει ο στερεότυπος στίχος “γιαρ φιντάν μποϊλού”, που επανέρχεται σε κάθε στροφή, σαν κατάλοιπο της γλώσσας του πρωτότυπου:

Τσακιτζή, παληκαρά,

πέρασε κι απ’ τα Βουρλά,

πέρασε κι από τη Σμύρνη

γιαρ φινταν μποϊλού

να παντρέψεις ορφανά.

Τσακιτζή, κατέβα πια

απ’ της Ασίας τα βουνά,

πήγαινε και στ’ Οδεμήσι

γιαρ φιντάν μποϊλού

να παντρέψεις ορφανά

Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ

και να μη συλλογιστώ,

Τσακιτζή μου, να μην κλάψω

γιαρ φιντάν μποϊλού

τον άδικό σου το χαμό

Είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο μύθος των λαϊκών ληστών μένει ζωντανός μόνο μέσα στα πλαίσια της φεουδαρχικής αγροτικής κοινωνίας που τον γέννησε, κι έξω απ’ αυτή δε μπορεί να κατανοηθεί και να συγκινήσει.

Αντίθετα όμως με αυτό τον κανόνα, ο Τσακιτζής δρασκέλισε τις βουνοπλαγιές και τα χωράφια και μπήκε θριαμβευτικά στις πόλεις. Το γεγονός ότι ο μύθος του από αγροτικός έγινε αστικός, και μ’ αυτή την έννοια ενσωματώθηκε στο ελληνικό τραγούδι των πόλεων, δείχνει τη διαχρονικότητα και την καθολικότητα των μηνυμάτων του.

Yasar Kemal: “Ο τσακιτζής”

pic33-image002

“Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι μόνο μπελάς για το κράτος, για το δικό μου κεφάλι είναι μπελάς. Ο Αλλάχ έπλασε αυτόν τον άνθρωπο για να τυραννάει εμένα. Τα έχω χάσει πια και δεν ξέρω ούτε τι να πω, ούτε τι να κάνω. Στη χούφτα δε χωράει, στο χέρι δεν χωράει. Γλιστράει. Αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο σατανάς, τότε είναι πραγματικά ο γιος του σατανά. Σίγουρα έτσι είναι. Φανταστείτε Ριουστού μπέη, ότι ένας αξιωματικός με τη φήμη του Μουχτάρ Πασά τον κύκλωσε με μια δύναμη πεντακοσίων ατόμων στην τοποθεσία του Τσόπντερε και αυτός ο διάολος γλίστρησε ανάμεσα σε τέτοιο μπουλούκι και το έσκασε. Τέτοιος σατανάς είναι αυτός. ”

(από τις αναμνήσεις του Ριουστού Κομπάς, του ανθρώπου που σκότωσε τον Τσακιτζή)

Πρόκειται για τον πολυθρύλητο Τσακιτζή Μεχμέτ Εφέ, ή Τσακίρτζαλη, Εφέ του Αϊδινίου, που γεννήθηκε το 1872 και σκοτώθηκε το 1912, του ξακουστού αρχηγού τσετέ (αντάρτικης ομάδας) στη Μικρασία του Αιγαίου, του οποίου η δράση ως ληστή πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα κι έγινε παραμύθι. Υπάρχουν όμως στοιχεία που τεκμηριώνουν την πραγματική ιστορία του Τσακιτζή, όπως τουλάχιστον τα περιέσωσε ο Yasar Kemal, παίρνοντας πληροφορίες από έγκυρες πηγές καθώς και από τον άνθρωπο που τελικά κατάφερε και τον σκότωσε.

Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος…

…ήταν πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα. Κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να δώσει μάχη με τους ζαπτιέδες, τους ξέφευγε χωρίς να ματώσει η μύτη του γλιστρώντας ανάμεσά τους, όπως μια τρίχα γλιστράει μέσα από το λάδι. Όταν του έμενε ελεύθερος χρόνος καβαλούσε το άτι του κι έτρεχε ασταμάτητα, έβρισκε μια ανοιχτωσιά και μέχρι να νυχτωθεί τρελαινόταν στο τουφεκίδι. Η ψυχή του γέμιζε αγαλλίαση μ’ αυτό το παιχνίδι.

Το εφελίκι στην περιοχή του Αιγαίου είναι μια πανάρχαιη συνήθεια με βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιό κι από τους Οθωμανούς κι απ τους Βυζαντινούς. Ίσως αυτά τα βουνά από τότε που υπάρχουν να μην έχουν μείνει χωρίς ζεϊμπέκηδες.

Είναι πραγματικά απίστευτες οι ιστορίες τόλμης και μπέσας του Τσακιτζή. Η προσωπικότητά του έγινε γνωστή και στο Λονδίνο, όπου το κοινοβούλιο και οι εφημερίδες ενδιαφέρθηκαν για την περίπτωση του ανυπότακτου αντάρτη που δεν μπορούσε να τον αγγίξει η χωροφυλακή και σκορπούσε το φόβο και τον τρόμο και σε άλλες αντάρτικες ομάδες, ενώ ο λαός τον λάτρευε γιατί είχε δύναμη και ασκούσε ένα είδος «λαϊκής δικαιοσύνης». Οι ζημιωμένοι αγάδες κι οι κοτζαμπάσηδες συσπειρώνονταν εναντίον του δίνοντας αφορμή να γραφτούν σελίδες απίστευτης παλληκαριάς για τον Τσακιτζή.

Το ενδιαφέρον των Άγγλων σε μια περίοδο που η Αγγλία ενδιαφερόταν για το διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και η υποστήριξη του Τσακιτζή από τους Βίτολ, επιφανή εγγλέζικη οικογένεια στη Σμύρνη, είναι πράγματι περίεργα. Πολλοί αντάρτες ήταν όργανα του κράτους ή εξυπηρετούσαν φεουδάρχες. Η μυθοποίηση του Τσακιτζή συσκοτίζει την ιστορική αλήθεια. Ωστόσο το λησταντάρτικο ήταν φαινόμενο εξαπλωμένο σε όλα τα Βαλκάνια, που είχε ιδιάτερη έκταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία του τέλους του 19ου αι., ένα κράτος εν κράτει. Δυο τρεις φορές το οθωμανικό κράτος έδωσε αμνηστία στον Τσακιτζή και τα κιζάνια του (το «τσετέ» του), αλλά τα μίση κι η εκδικητικότητα των ανταγωνιστώ ν του, ανταρτών ή αγάδων τον οδήγησε πάλι στο βουνό.

Ο θρύλος θέλει τον Τσακιτζή να είναι φιλήσυχος, να μη θέλει να γυρνάει στα βουνά και να σκοτώνει. Όμως για λόγους τιμής αναγκάζεται να επιστρέψει (το σφάλμα ήταν του σαραγιού, η αμαρτία της κυβέρνησης). Έτσι, βλέπουμε ότι ισχύει άλλο δίκαιο κι άλλη ηθική, άγραφοι κανόνες ενός κόσμου όπου η δύναμη, η γρηγοράδα, η ευστοχία, η λεβεντιά, η μπέσα και το κιμπαρλίκι είναι πρώτες αξίες, πολύ σημαντικότερες από την ανθρώπινη ζωή. Μαζί μ’ αυτές πάνε η λατρεία, η αφοσίωση, η πίστη των ζεϊμπέκηδων στον Εφέ τους, η εκδίκηση, οι εξυπηρετήσεις, οι συναλλαγές.

Σε δυο τρεις ιστορίες ο Τσακιτζής χαρίζει τη ζωή στον αντίπαλό του «γιατί είναι λεβέντης».

“Αν δεν ήσουν τόσο παλικάρι, δεν θα τολμούσες να φτάσεις μέχρι τη μύτη του τουφεκιού μου. Σου χαρίζω τη ζωή γιατί είσαι λεβέντης. Άιντε, γύρνα πίσω αμέσως. Για να με θυμάσαι μέχρι τα υστερνά, σου στέλνω αυτό το ενθύμιο.

Λέγοντας «πάρτο» ο Τσακιτζής την ίδια στιγμή ρίχνει ένα βόλι που παίρνει το καλπάκι απ το κεφάλι του Τζαφέρ Κιαμήλ και το στέλνει μακριά. Ο Τζαφέρ παίρνει το καλπάκι του και γυρίζει πίσω. Να τι Εφές, τέτοιος Εφές ήταν. ”

Όταν επίσης, ο πιο επικίνδυνος αντίπαλός του, ο Σαΐτ Πασάς (ο πιο έμπιστος πασάς του σαραγιού, με μεγάλες επιτυχίες) που τον καταδιώκει ανελέητα με ολόκληρη μεραρχία, περνάει από μπροστά του, καβάλα στο άλογο, ωραίος και μεγαλοπρεπής, χωρίς να σκεφτεί ότι ο Τσακιτζής μπορεί να του στήσει ενέδρα, ο Τσακιτζής θα μπορούσε να τον ρίξει κάτω σαν ώριμο απίδι. Δεν ρίχνει. Ο πασάς περνάει το μπογάζι και φεύγει.

Αργότερα, όταν ο Εφές κατέβηκε στα χωριά, κοντινοί του άνθρωποι αφηγούνταν πώς τους τα εξομολογήθηκε ο Εφές:

– Πέρασε από μπροστά του πάνω στο άλογο ο Σαΐτ πασάς. Ήταν πολύ επιβλητικός, πολύ ωραίος άντρας. Πολύ νέος και γοητευτικός, ένα φιντάνι, ένας νεαρός στρατηγός, δεν πήγαινε η καρδιά να τον χτυπήσει.

Του έστειλε μάλιστα και γράμμα ότι πέρασε δυο φορές από μπροστά του στα πενήντα αμέτρα και δεν τον χτύπησε…

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου αφηγείται το τέλος του Τσακιτζή ο άνθρωπος που ανέλαβε κι έφερε σε πέρας την αποστολή να τον καθαρίσει.

Αφήνω την καταδίωξη κι αρχίζω και σκέφτομαι. Γιατί δε μπορούμε να συλλάβουμε αυτούς τους αντάρτες; Από τη μια δυο τσαπατσούληδες, δυο ατζαμήδες αντάρτες κι από την άλλη η οργάνωση και η μέθοδος του κράτους. Γιατί μένουμε άπραγοι; Γιατί είμαστε ανίκανοι;

Μετά από πειράματα και δοκιμασίες δυο μηνών διδάχτηκα ότι οι αντάρτες δεν ήταν έτσι από το κεφάλι τους. Ο λαός, μια μερίδα προύχοντες και οι αντάρτες ήταν ενωμένοι. Εμείς λέμε πως θέλουμε να πιάσουμε τους αντάρτες, κι αυτοί μας δείχνουν λαθεμένο δρόμο, γίνονται πληροφοριοδότες των συμμοριών, τους ετοιμάζουν λημέρια. Να φτιάξω και γω ένα δίκτυο οργάνωσης, όπως έχουν και οι άνθρωποι των ανταρτών. Έπειτα να οργανώσω ένα απόσπασμα από ζανταρμάδες, κι από κάποιους ανθρώπους του λαού, που δεν πάνε με τη μεριά του αντάρτη. Χρόνος χρειάζεται. Μυαλό και σωστός σχεδιασμός χρειάζεται.

Ο Ριουστού αναγκάστηκε να μελετήσει ως και τις συνήθεις του Τσακιτζή, το παρελθόν του τις αδυναμίες του την ψυχολογία του (κάθε βράδυ καθόμασταν και τα βάζουμε όλα σε μια σειρά, τις ασήμαντες μικροσυγκρούσεις και τις πιο συνηθισμένες αγαθοεργίες του, τους θυμούς του και τα γινάτια του, τις πονηριές του και τις αρρώστιες του, τα χούγια του και τα αντέτια του (συνήθειες). Ακόμα και τον τρόπο που ντυνόταν (δε φορούσε το κοντό μενεβρέκι μέχρι το γόνατο αλλά μακριά περισκελίδα ευρωπαϊκού τύπου, προκαλώντας το θαυμασμό αφού ξεχώριζε προκλητικά προσελκύοντας τους εχθρούς)

Ο Ριουστού παγίδευσε τον Τσακιτζή χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην απίστευτη τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιομο, τέτοια εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.

Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.

Ο θρύλος του τσακιτζή έχει περάσει και στην ελληνική παράδοση, τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια. Αξίζει κανείς ν’ ακούσει την ερμηνεία του Παντελή Πολιτάκη (ελληνικά λόγια) αλλά και του Αντρέα Ρούσση που διατηρεί το τσάκισμα στα τούρκικα.

 

Οι Έλληνες λησταντάρτες Ζεϊμπέκηδες

Επί οθωμανοκρατίας, σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας εμφανίζονται ληστρικές συμμορίες με έντονο αντιοθωμανικό και πολλές φορές αντιεξουσιαστικό /αντικρατικό χαρακτήρα. Οι χαϊντούκοι στη Βουλγαρία, οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊνηδες στην Κρήτη, οι εφέδες και οι ζεϊμπέκοι στη Μικρά Ασία κ.τ.λ. Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας προκαλώντας εκτεταμένες συγκρούσεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις ( «η εξέγερση των κλεφτών προσφέρει το πρότυπο πάνω στο οποίο οι αγροτικές μάζες θα σφυρηλατήσουν προοδευτικά την επαναστατική τους ιδεολογία και συμπεριφορά»).

Όσοι δεν ανέχονται την καταπίεση και την αυταρχική συμπεριφορά των χωροδεσποτών και των εκπροσώπων της κρατικής εξουσίας καταφεύγουν στα κρησφύγετα των όρεων της περιοχής τους και αναλαμβάνουν ένοπλο αγώνα εναντίον της εξουσίας.

Σύμφωνα με τον λαογράφο Ν.Γ. Πολίτη η μεταμόρφωση του φιλήσυχου αγρότη σε ληστή ή αντάρτη είναι φυσικό επακόλουθο της στυγνής καταπίεσης της τουρκικής εξουσίας σε όλες τις χώρες της βαλκανικής : « και εν Βουλγαρία και εν Σερβία αι καταπιέσεις των τούρκων δυναστών μεταβάλλουν εις χαϊδούκον τον ειρηνικόν αγρότην»

Τα βουνά γέμισαν με λησταντάρτες, καθώς σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία : ο λύκος αν στεναχωρεθεί, κατεβαίνει στο χωριό, ο σκλάβος, αν στεναχωρεθεί, ανεβαίνει στο βουνό.

Σ αυτές τις ληστρικές συμμορίες με έντονο αντικρατικό χαρακτήρα, δε χωρούν εθνικοί διαχωρισμοί. Έλληνες, αλεβήτες, κούρδοι, ζαζάδες, αρμένιοι ,τσερκέζοι, ταχτατζήδες, νομάδες γουρύκοι, τούρκοι, βόσνιοι, βούλγαροι : « οι κατατρεγμένοι από το νόμο, δεν είχαν περιθώρια για εθνικές διακρίσεις» Το ελεύθερο λαϊκό επαναστατικό πνεύμα των κοινωνικών ληστών, οι οποίοι δεν κάνουν διάκριση ως προς τη φυλετική καταγωγή, θρήσκευμα και την εθνική συνείδηση των αδικημένων αλλά προστατεύουν και υπερασπίζονται αδιακρίτως τους ανθρώπους του λαού…

Στη Μικρά Ασία, εμφανίζονται οι λησταντάρτες, γνωστοί ως ζεϊμπεκοι, οι οποίοι αντιστέκονται με ζήλο στην κεντρική οθωμανική εξουσία. Είναι ριψοκίνδυνοι, γενναίοι, βοηθούν τους φτωχούς ( ο ληστής Τσακιτζής έμεινε γνωστός ως Ρομπέν της Ανατολής). Οι ζεϊμπέκοι συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή, χτίζουν τεμένη, γέφυρες, σχολεία, επισκευάζουν βρύσες και κρήνες, ανοίγουν πηγάδια, τιμωρούν τους χαφιέδες και τους αυταρχικούς τοπικούς ηγέτες, ληστεύουν κρατικές χρηματαποστολές και εύπορους έμπορους, παίρνουν λύτρα από γαιοκτήμονες.

Η σύγχρονη αντίληψη για τους ζεϊμπέκους είναι ότι στην πλειονότητά τους διακρίνονται από αντικρατική και αντιεξουσιαστική συμπεριφορά, στρέφονται εναντίον των προεστών, οι οποίοι φέρονται άδικα κι απάνθρωπα, και εναντίον της κρατικής βίας και καταπίεσης καθώς και της κακής διοίκησης και διεκδικούν τη δικαίωση των λαϊκών τάξεων.

Στην πλειονότητά τους παίρνουν ενεργό μέρος στους κοινωνικούς και μπορεί, ίσως, να θεωρηθεί ότι είναι τυπικά δείγματα επαναστατών… Η αντιεξουσιαστική και αντικρατική δράση τους ορίζεται ως πραγμάτωση συγκεκριμένων αξιών- απονομή δικαιοσύνης, προάσπιση του δικαίου των καταπιεζομένων και φτωχών, διαρκής αγώνας εναντίον της απανθρωπιάς και της τυραννίας. Είναι ιδεολόγοι επαναστάτες με αδιαμόρφωτη, από θεωρητικής άποψης, πρωτογενούς μορφής, αντικαταπιεστική-αντικρατική αντίληψη, οι οποίοι προσδοκούν μια κοινωνία ισότητας, κοινωνικής ελευθερίας και οικονομικής άνεσης.

Η δράση των κοινωνικών ληστών στη Μικρασία ξεκινά το 16ο αιώνα, όπου η λαϊκή απήχηση είναι τόσο έντονη, ώστε ο έλεγχος χάθηκε από την κυβέρνηση και δημιουργήθηκε « ατύπως ανεξέλεγκτη κοινωνική ατμόσφαιρα, καθώς οι ποικίλες συμμορίες ληστών αποκτούν μεγάλη δύναμη και επεμβαίνουν στη ζωή του λαού της περιοχής».

Το 1624 ο ληστής Τζεννέτογλου μαζεύει πλήθος χωρικών και επαναστατεί ανοιχτά κατά της κρατικής αδικίας. Η λαϊκή εξέγερση πνίγεται στο αίμα και ο Τζεννέτογλου δολοφονείται- το 1658 ο Μπουλούμπακση οργανώνει συμμορία, αλλά δολοφονείται απ΄ το διώκτη τωβ ανταρτών Σερντάρ Αλή Πασά. Οι «μπουλουμπακσήδες» αντεπιτίθενται στα 1672 και ως το 1699 κάνουν επιθέσεις κατά της κεντρικής διοίκησης του Αϊδινίου και των διπλανών κωμοπόλεων. Ο ληστής Μουσταφά τρομοκρατούσε από το 1735 ως το 1739 τους κοτζαμπάσηδες της δυτικής Μ. Ασίας .

Ως τις αρχές του 20ου αιώνα οι εξεγέρσεις και οι ληστείες ήταν πάμπολλες (μόνο στο βιλαέτι της Σμύρνης στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν 39800 ζεϊμπέκοι!). Η αντίστοιχη όμως κρατική καταστολή είναι τεράστια : «Στο Αϊδίνι έσφαξαν τους ζεϊμπέκηδες κατά ένα τρόπο που η ανείπωτη θηριωδία του θυμίζει τις άγριες σφαγές των αρμενίων… Ούτε αιχμαλώτους έκαναν ούτε πληγωμένοι υπήρχαν: κάθε ζεϊμπέκης που έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, σφάζονταν.» «Αφού έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων τα πέρασαν στα κάγκελα του κονακιού σαν παράδειγμα προς αποτροπήν.»

Όμως, δεν ήταν μόνο η έντονη καταστολή. Πολλοί ζεϊμπέκοι πέρασαν στην αντίπερα όχθη και γίναν διώκτες ληστών για να εξασφαλίσουν αμνηστία και άλλα προνόμια (όπως ακριβώς έγινε και με τους κοινωνικούς ληστές του ελλαδικού χώρου). Τελευταία αναλαμπή ήταν ο Τσακιτζής, που στα 1899 οργάνωσε λησταντάρτικη συμμορία με έντονη φιλολαϊκη και αντιεξουσιαστίκη δράση. Ο Τσακιτζής σκοτώθηκε έπειτα από πεισματική μάχη 48 ωρών στην περιοχή Ναζιλλί το 1912. Η φήμη του απέκτησε και διατηρεί διαστάσεις θρύλου. Ο θάνατος του Τσακιτζη οριοθετεί και την λήξη της κοινωνικής ληστείας με πρωταγωνιστές τους ζεϊμπέκους στη σύγχρονη Τουρκία»

Εκτός από τους ζεϊμπέκους, στην περιοχή της Σμύρνης δράσαν και αρκετοί έλληνες ληστές. Γνωστότερος ήταν ο Κατιρτζίγιαννης : «Με τη συμμορία του επιτίθεται κυρίως εναντίον καραβανιών και ταχυδρομείων. Αιχμαλωτίζει εμπόρους, τους απαγάγει στο βουνό και απαιτεί λύτρα για την απελευθέρωση τους».

 

Το 1852 ένας γερμανός τυχοδιώκτης έγραψε στις σημειώσεις του « στην Σμύρνη και στα περίχωρα κυβερνούν ουσιαστικά οι αντάρτες, οι οποιοί κυκλοφορούν με μαχαίρια και όπλα και τρομοκρατούν τον πληθυσμό» Το δίκτυο επικοινωνίας του Καρτιτζίγιαννη ήταν τόσο οργανωμένο ώστε ήταν σχεδόν αδύνατο να διερευνηθεί από τις αρχές και να διαλυθεί. Η εξόντωσή του έγινε κατορθωτή με τεράστιους κόπους γιατί ο Καρτιτζίγιαννης είχε συνεργάτες ξενοδόχους, ,παντοπώλες,, καφετζήδες ,πολλούς ξένους ακόμα και προξένους ξένων κρατών στη Σμύρνη.

Οι Έλληνες ληστές του δυτικού Αιγαίου ληστεύουν πλούσιους λεβαντίνους της Σμύρνης , απαγάγουν εισαγωγείς , αιχμαλωτίζουν γνωστούς εμπόρους και παίρνουν λύτρα απ το κράτος. Η έξαρση του εθνικισμού, όμως, στην περιοχή οδήγησε τους Έλληνες αντάρτες στην προσχώρηση της Μεγάλης Ιδέας και τους ζεϊμπέκους στον Κεμαλικό επεκτατισμό. Έτσι, με τον συνδυασμό της καταστολής, της προδοσίας από μέσα και του εθνικισμού το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας μαράθηκε σταδιακά στο Βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.

Πηγή:Υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών – Αλάστωρ (Ασύμμετρη Απειλή) Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 2005 http://rioter.info/2009/08/23

Bergama / Pergamos / Menemen Zeibekiko Zeybek Greek Turkish

Πέργαμος / Μενεμένη

Γνωστό τραγούδι σε ρυθμό zeybek

διάφορες εκτελέσεις στα τουρκικά και ελληνικά

ηχογραφήσεις στην διάρκεια του μεσοπολέμου σε Αθήνα , Τουρκία και Αμερική.

Advertisement

Μια Σμυρνιά στο Ικόνιο (1922)

28 Φεβρουαρίου, 2018

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα μικρό κορίτσι από τις Φώκιες της Σμύρνης, η Αγγελική Ματθαίου, επιζεί της Κεμαλικής Πορείας Θανάτου και φτάνει στην περιοχή του Ικονίου. Ολόκληρη η διήγηση της (Σμύρνη, ενδοχώρα, Ελλάδα) εδώ , παρακάτω παρατίθεται ένα απόσπασμα που αφορά το Ικόνιο:

Από κεί πάλη πήραμε τον δρόμο. Μας ήπανε πάμε για τη Κόννια.

Βαδίζαμε πολές μέρες χωρίς νερό χωρίς ψωμί.

Καπια μέρα φθάσαμε. Μας βάλανε σε ένα χάνη ως συνήθως.

Ξέχασα να γράψω. Δεν μας πήγανε στην Κόννια. Σε χωριό του ηκοννίου.
Εκεί ήρθανε η τούρκοι και βιάζανε της γυναίκες μροστά στους άνδρες
τους τα παιδια τους. Σηκοθήκανε δύο άνδρες να τους σπρόξουνε αλλά τους
πήρανε και δεν ξέρουμε τη έγιναν.

Εκεί σε αυτό το χωριό καθήσαμε πάλη σε έναν σταύλο με πάπλωμα την
κοπριά. Η μανούλα μου με είχε στην αγκαλιά της και κοιμόμουνα.

Ηλθε κοντά ένας τούρκος και με τραβά από το χέρι και μου έλεγε να
σηκωθώ αλλά με καλό τρόπο. Εγώ δεν σηκονόμουν. Από τα τόσα που έβλεπα
έσφηγκα πιο πολύ την μανούλα μου και έκλεγα. Στο τέλος ήλθε κοντά μας
ο άνθρωπος που ήξερε τούρκικα και του ήπε ο τούρκος ότι θέλη να με
κάνει παιδί του.

Εκείνη την ώρα καταλαβένετε τη εγεινε. Με έσφηξε στην αγκαλιά της και
θυμάμαι το λόγο που μου είπε. Πήγεναι παιδάκι μου. Εγώ θα πεθάνω και
που θα μήνης. Δεν έχουμε πιά κανένανε και όταν τελιωσει ο πόλεμος να
έλθεις στην Σμύρνη.

Ο τούρκος έφυγε και σε λίγο ήλθε με ένα άλογο και έδωσε στην Μανούλα
μου ψωμί και σουτσούκια. Αυτόν τον χωρισμό δεν θα τον ξεχάσω.

Με καθήζη εμένα στα καπούλια του αλόγου. Καβάλισε και αυτός. Με έκανε
νόημα να τον κρατώ. Το χωριό ήτανε μακριά. Στον δρόμο κατέβηκε να
κάνει το νερό του. Εγώ έκλεγα και έλεγα τώρα θα με σκοτόση. Αυτός
έβλεπαι ότη φοβόμουνα και με χαϊδεβε. Αλλά στα καπούλια του αλόγου ήχε
βάλη ένα χαλάκι και αυτό με πλήγωνε και γώ άρχησα να κλέγο. Αυτός το
κατάλαβε που πονούσα και κατέβηκε και κατέβασε και μένα και ήδε τα
αίματα. Βγάζη ένα μαντήλη και τα σκούπησε και έβαλε το μαντήλι στο
χαλάκη και φήγαμε.

Φθάσαμε στο χωριό βραδυ. Εξω από το χωριό ήτανε το σπίτι. Κατέβηκε
αυτός κατέβασε και μένα. Εδεσε το άλογο στης πόρτας τον χαλκά κτυπάη
την πόρτα. Της μίλησε τούρκικα. Ανήγει λίγο την πόρτα και βγένη μιά
γριά κουκουλομένη με μαύρο μαντήλη. Της είπε κάτη λόγια και με φίλησε
και έφυγε.

Οταν μπήκα μέσα βγήκε από ένα δωμάτιο μία κοπέλα και μολης με είδε
έπιασε την μήτη της ότι βρωμάω. Αμέσως άναψε η γριά φωτιά και ζέστανε
νερό να με πλήνουνε. Πολεμούσε η γριά να λύση τα μαλλιά μου. Είχανε
τόσα αγκάθια και ψήρες που η γρηά όλο μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα τη έλεγε
για να σας το γράψω.

Ο τούρκος ο μπαμπάς ερχότανε κάθε εβδομάδα και μου έφερνε ζαχαρωτά. Με
κάθηζε στα γόνατα του αλλά αυτή δεν παρουσιαζότανε. Μόνο με την γριά
μηλούσε. Με έλουζε κάθε μέρα η γριά. Οταν τελείωνα πήγενα σε ένα
κηπαράκη που είχε ήλιο για να ζεσταθώ. Εκεί εύλεπα τα πουλάκια και
έκλεγα και τους έλεγα πουλάκια μου που είνε η μανούλα μου. Γιατί με
έφεραν εδώ;

Ημουν πολύ άρωστη και με βάζανε με το ζόρη να τρώω. Το φαή τους ήτανε
όλο πράσα. Μόλις έτρογα δύο μπουκές αμέσως έτρεχα να κάνω αιμετό.
Ετρεχε η κόρη και με κτηπούσε με ένα σχηνεί. Η γριά τη μάλονε. Εφεβγα
ή πλάγιαζα σε μιά γούνα. Εκήνει η γούνα ήτανε το στρόμα μου και το
πάπλωμα μου.

Μιά μέρα μου έδωσε ένα λαηνή και με έδηξε το πηγάδη να φέρω νερά. Πήγα
στο πηγάδι και βλέπω έναν κουβά. Πώς να ρίξω τον κουβά να πάρω νερό;
Εγώ δεν ήχα πνοή επάνω μου. Εβλεπα γύρο γύρο ήσως έλθει κανής να μου
γεμώση το λαηνάκη.

Το πέρνω το λαηνάκη και πάω στο σπίτι. Ερχεται αυτή βλέπη το λαηνάκη
άδιο το αρπάη με πολύ θυμό και το κοπανάη μπροστά στα πόδια μου και
μετά πέρνη το σχηνή και με κοπανούσε σαν αφηνιασμένη και με εύρηζε
κιαβούρ. Αυτή με έστηλε στο πηγάδη για να πνηγώ. Δεν με ήθελε. Αυτή
ήτανε μεγάλη γυναίκα.Ή χήρα ή γεροντοκόρη και ζούσε με την μάνα της.

Η γριά με έφερνε σύκα ξερά. Τα ήχανε μέσα στο λάδι και τα τρώγανε μα
εγώ δεν μπορούσα να τα φάγω. Τα άφηνα εκεί. Εγώ ήθελα λίγη σούπα ζεστή
λίγο γάλα. Αυτά ήχα στο μυαλό μου.

Τώρα θα πάω σε άλλη περιπέτεια. Μιά μέρα εκεί που ήμουνα στη γούνα
βλέπω την χανούμ και έβαφε το πρόσωπο της με μπογιές κόκκινες. Εβαζε
ελιές μαύρες και μετά έστροσε δύο προβγιές από καμήλα. Την μία από την
μιά και την άλη από την άλη μεριά της πόρτας και στάθηκε στην μιά
προβιά κουκουλομένη με ένα μεγάλο τούλη κόκκινο και περίμενε . Μόλης
νύχτοσε άκουσα να ψάλουν η χοτσάδες. Μπένη μέσα ο γαμπρός και κάνανε
ναμάζ προσευχή. Μετά πάη κοντά της και σηκώνη το τούλη και την πέρνη
αγγαληά και πάνε στον ότα (;) δωμάτιο.

Μετά από λίγες μέρες μου λέη ο τούρκος θα πάμε μαμά. Όταν άκουσα εγώ
μαμά το κατάλαβα και έπεσα στην αγκαλιά του και έκλεγα. Αυτή θύμοσε
και με αρπάη και με πετά πέρα. Ο τούρκος την μάλωσε. Μετά με γδύνη και
πέρνει το φουστανάκι από τον τήχο που το είχε πετάξη. Μου το βάζη.
Ήτανε μες την βρόμα και ψήρα και μου το φόρεσαι.

Με πέρνη ο τούρκος να φύγουμε. Όταν εύγενα μου δείνη μιά κλωτσιά. Απ
έξω ήτανε ένα κάρο με βόδια. Με βάζη ο τούρκος και πέφτω στο κάρο.
Είχε πολύ κρίο. Βγάζει το μανδύα του και με σκεπάζη. Μου είπε να
κοιμηθώ μα εγώ είχα την χαρά που θα που θα πάω στην μανούλα μου.

Πηγέναμε ώρες πολές. Φθάσαμε στο Ηκόνιο. Ανεβήκαμε της σκάλες. Μου
κάνει νόημα να περιμένω. Εκεί ήτανε αστυνομία. Πήγε μήλησε για μένα.
Φεύγει ο τούρκος.

Εγώ στεκόμουνα και περνούσανε η τούρκη και μου λέγανε τεσλήμ;

Εγώ δεν ήξερα και έκλεγα. Νόμιζα ότη έλεγαν θα σε σκοτόσουνε;

Σε λίγο έρχεται ο μπαμπάς έτση τον έλεγα και μου φέρνη σε μία μανδήλα
σαν αυτή που φοράη ο αραφάτ. Είχε ένα μεγάλο ψωμί ένα κομάτι τυρί και
μου βάζη στην τσέπη μου επτά πανκανότες(;). Με φήλισε στο κούτελο και
έφυγε.

Μετά ήτανε το μαρτύριο. Έρχεται ένας τσανταρμάς και μου λέει … σύκο.
Εγώ δεν ήχα δύναμη και καθόμουνα χάμου. Απέναντι στο κονάκι ήτανε ένας
μεγάλος σταύλος. Βγάζη μια μεγάλη κληδαριά και με πετάη μέσα. Σκοτάδι.
Σταμάτησα λίγο να δώ που να ακουμπήσω. Από το κλάμα δεν έβλεπα. Είχε
ένα παραθυράκι στενόμακρο. Από κεί έμπενε λίγο φώς. Εγώ πασπατόντας
βρήκα ένα παχνή με άχηρα. Ανέβηκα και λούφαξα στα άχηρα. Αλλά είχα το
τυρί και τα ποντήκια πηδούσαν πότε επάνω στο κεφάλι μου πότε στην
πλάτη μου. Εκεί ήτανε ο μεγαλήτερος φόβος. Σκέφτηκα και άδιασα την
μαντήλα στο παχνί και τυλήχτικα γιατή είχε πολύ κρίο. Το τρομερό δρά
που πέρασα ήταν αυτό. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα εκεί μέσα.

Μιά μέρα ανήξανε την πόρτα και με φώναζε ένας τσανταρμάς. Πλησίασα
κοντά του. Κηζ κηζ δηλαδή κορίτσι. Μα εγώ από το σκοτάδι δεν έβλεπα.
Εκεί μπροστά στην πόρτα ήτανε ένα σηντρηβάνη. Πέφτω μέσα στα νερά και
στις λάσπες. Δύπλα ήτανε η γυναικίες φυλακές. Με ήδε μία γυναίκα που
έπεσα. Από το σιδερένιο παράθυρο φόναξαι τον τσανταρμά. Δεν ξέρω τι
του ήπε.

Με μιά κλιδάρα άνηξε και μέ πήρε η γυναίκα. Αμέσως εύγαλε τα ρούχα μου
και με έκανε μπάνιο. Έπληνε τα ρούχα μου και με τήλιξε με ένα σεντόνι.
Μετά ετοίμασε να φάμε. Το φαϊ ήτανε κουκιά αλλά εγώ δεν μπορούσα να
φάω και μου έκαμε τσαϊ. Το ήπια με λίγο ψωμί.

Σε λίγες μέρες φέρανε πρόσφηγες από τα Κούλα. Σε λίγο ανοίγη την πόρτα
της φυλακής και φωνάζει στην γυναίκα να κατεβό. Εγώ τους ήδα από το
παράθυρο και χάρικα πολύ.

Με πέρνη ο τσανταρμάς . Με ρήχνη σε αυτούς. Δυστυχώς δεν ήτανε η
μανούλα μου αυτή. Μηλούσανε τούρκικα. Πήκενα στον έναν με δίωχνανε.
Πηγαινα στόν άλον το ίδιο. Τότε ζάροσα σε μιά γωνιά.

Όταν βράδιασε άρχησαν η τούρκοι με τους φακούς και γυρέβανε κορίτσια.
Τότε ένας από τους προσφηγες αρπάη εμένα και με έδωσε τούρκο. Σκεφτήτε
τή έπαθα εκείνη την ώρα. Έτρεμα και φώναζα μανούλα μου που είσαι να με
πάρης.

Τότε ο τούρκος με στίνη όρθια μέ έψαξε παντού και με παρατάη και
φεύγει. Εγώ από τήν τρεμούλα που είχα δεν ήξερα πού πήγενα. Από τις
φωνές μου με άκουσε αυτός που τους φύλαγε και ήλθε καί μέ πήρε και με
έρηξε πάλη μαζή τους. Κανείς δεν γύριζε να με δή. Ήτανε πολύ σκληρή
άνθρωποι.

Το πρωϊ ήλθε ο παπάς του Ηκονίου. Από το Ικόνιο δέν ήχανε φύγη η
ρομνή. Περιμένανε την ανταλαγή του Βενηζέλου. Ο δε παπάς ρώτησε τόν
φύλακα αν μπορή να με πάρη σπίτι του και ο φύλακας ήπε να τήν
πάρης.Τήν άλη μέρα θα φήγουνε.

Με πήρε ο παπάς. Πήγαμε σπίτι του. Μού μιλούσανε ελινικά. Με
περιπηιθήκανε πολύ. Με λούσανε με φοραίσανε καθαρά ρούχα το δε πρωϊ
ήθελε ο παπάς να τού πώ πώς έχασα τους γονους μου. Το ήπα μερικά όπως
έχω γράψη στην αρχή της ησστορίας μου.

Μου είπε ο παπας. Τώρα θα πάτε στο Εσκησεχήρ μετά αφχονκαραησάρ γιατή είναι διαταγή του Κεμάλ. 

[The story of a Greek girl from Smyrna, Aggeliki Matthaiou, who survived Ataturk’s Death March to reach the Konya region (and eventually Greece) in 1922 … including separation from her mother, attempted adoption by a local Turkish family, and brief encounter with Konya’s Greek priest’s family.]

Πηγή: http://sillelis.blogspot.gr/2013_12_01_archive.html
Καταστροφή της Σμύρνης 1922
Μαρτυρία της Ελένης Καραντάνη από το χωριό Μπουνάρμπασι (Κεφαλόβρυση) 11 χλμ Α-Β.Α της Σμύρνης.
Είχε 1.000 κατοίκους απο τους οποίους 800 Έλληνες.

Μεταξύ άλλων αναφέρει:
Ο Ελληνικός στρατός έφευγε προς τη Σμύρνη, οι Τούρκοι τους ακολουθούσαν, βίαζαν και συνέχεια σφάζανε τους Έλληνες.Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Εμείς φύγαμε και πήγαμε στη Σμύρνη. Όσοι μείνανε στο χωριό τους ατιμάσανε, τους σφάζανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στη Σμύρνη στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, παντού ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσανε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μία, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση και βιάζουν, σφάζουν, ατιμάζουν.Βοήθεια φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα τα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν πάνω μας προβολείς, σταματούσαν για λίγο, πάλι οι Τσέτες έκαναν επίθεση και πάλι τα ίδια. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο εδώ, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα. Γύρω-γύρω από τα χείλη της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρη της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω-γύρω. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
cf83cebccf85cf81cebdceb7-2
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΟΣΜΗΤΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΚΟΛΛΕΓΙΟΥ ΘΗΛΕΩΝ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ  ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ Μ.Μ.

Ήταν λίγο πριν το μεσημεριανό της 13ης Σεπτεμβρίου 1922.Η δεσποινίς Μ.Μ. κοσμήτορας του Αμερικανικού Κολεγιακού Θηλέων στην Σμύρνη,   κοίταξε έξω από το παράθυρο του γραφείου της και σοκαρίστηκε από το θέαμα που αντίκρυσε.
 «Είδα με τα μάτια μου έναν Τούρκο αξιωματικό να εισέρχεται σε ένα σπίτι με μικρούς τενεκέδες βενζίνη» αργότερα έγραψε: «Δευτερόλεπτα αργότερα, το κτίριο τυλίχτηκε στις φλόγες». Η Μ.Μ. ανησύχησε περισσότερο όταν και τα γειτονικά σπίτια έπιασαν φωτιά Καθώς η φωτιά μεταδιδόταν από κτίριο σε κτίριο, οι φλόγες άρχισαν να ζυγώνουν και το Αμερικανικό Κολλέγιο.

Η Μ.Μ. κοίταξε έξω από το παράθυρο και αντίκρυσε σκηνές βίας. Ο άτακτος στρατός των Τούρκων επέδραμε στον Αρμενικό μαχαλά και δολοφονούσε τους κατοίκους. «Είδαμε πολλοί να σκοτώνονται ομοίως μπροστά στα παράθυρά μας και μπροστά στο κατώφλι του Ινστιτούτου. Τα πτώματα κείτονταν στους δρόμους για μία, δύο ημέρες και συχνά ήταν ακρωτηριασμένα». Σε κάθε  γωνία έβλεπε «ακρωτηριασμένα πτώματα και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από άγριους Τσέτες (άτακτο τουρκικό στρατό) φορτωμένους με λάφυρα … Επίσης παρατήρησε μικρές φωτιές να ξεσπούν στα κοντινά σπίτια. Επειδή φοβόταν για την ασφάλεια του Κολλεγίου, ζήτησε από τους Τούρκους πυροσβέστες να προστατεύσουν τα κτίρια.»αλλά εκείνοι αρνήθηκαν».

Στις 13 Σεπτεμβρίου, η πυρκαγιά πήρε μία παράξενη τροπή. «Είδα έναν Τούρκο αξιωματικό ένστολο να βγαίνει από ένα σπίτι, κρατώντας τενεκέδες με πετρέλαιο τους οποίους τοποθέτησε στις εξωτερικές σκάλες ενός άλλου σπιτιού.»
Με ραγδαία διαδοχή, το ένα σπίτι μετά το άλλο τυλίχθηκαν στις φλόγες.

Το πρωταρχικό καθήκον της δεσποινίδος Μ. ήταν να προστατεύσει το Κολλέγιο.
Έδωσε οδηγίες στους πρόσφυγες να ψεκάσουν τις σκεπές και τους τοίχους με νερό.Αλλά εξαναγκάσθηκαν να σταματήσουν όταν οι Τούρκοι στρατιώτες στους δρόμους απειλούσαν να τους σκοτώσουν εάν συνέχιζαν.

 Η άγρια σφαγή από τους στρατιώτες και αξιωματικούς του τακτικού τουρκικού στρατού ήταν μία από τις πιο εξευτελιστικές περιστάσεις της σύγχρονης ιστορίας έγραψε η Δεσποινίς Μ.
Οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις.png

Η οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις (εκ Νεαπόλεως Μικράς Ασίας – 1804) με τη χαρακτηριστική φορεσιά της Καππαδοκίας. Αγιογραφία στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης.

Από τον βίο της Οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτιδος, εν Νεαπόλει (Νέφ Σεχίρ) της Μικράς Ασίας (1804)

 

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
«Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα· μύρον εκκενωθέν όνομά σου· διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε». ( Άσμα Ασμάτων Α,3)

Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «Ιδού ο ουρανός εν τη καρδία σου, ει καθαρός έση. Και εν εαυτώ όψη τους Αγγέλους συν τω φωτί αυτών και τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν εν μέσω αυτών». Δηλαδή, ιδού όλος ο ουρανός είναι εντός σου, εάν είσαι καθαρός. Και σ᾿ αυτόν τον ουρανό της ψυχής σου θα δης τους Αγγέλους με το δικό τους φως και τον Δεσπότη Χριστό ανάμεσά τους.

Αυτόν τον Ουρανό έβλεπε και μια 24χρονη κοπέλα, που καλλιεργούσε με ζήλο την Ευχή, στην Νεάπολη της Καππαδοκίας. Πρόκειται για την οσία Φωτεινή την Νεαπολίτιδα (1804) .

Έλεγε εξομολογητικά κάποτε η οσία στον Γέροντά της, τον πρεσβύτερο Γεώργιο:

— Εγώ, η ταπεινή σου κόρη Φωτεινή, φλεγομένη από τον θείο έρωτα της Νοεράς προσευχής, πολλές φορές, κατά το παράδειγμα του γλυκυτάτου Ιησού μου, κατέφευγα σε ήσυχους τόπους και σε βουνά, για να βρω στα μέρη εκείνα Αυτόν που ποθούσε η ψυχή μου. Με το που άρχιζα την προσευχή μου, μέσα στο στόμα μου ένοιωθα μια ανέκφραστη γλυκύτητα και ο νους μου αρπαζόταν στους ουρανούς κι εκεί θεωρούσα τα τάγματα των Ασωμάτων και αΰλων Δυνάμεων και τα πνεύματα των Αγίων. Όλοι με τα χέρια σταυροειδώς στο στήθος παρίσταντο με αρμονία, τάξι και ησυχία μπροστά στον θρόνο του Τριαδικού Θεού. Αισθανόμουν μια γλυκύτατη πανεύοσμη ευωδία και άκουγα τις μελίρρυτες ψαλμωδίες τους.

Σ᾿ αυτήν την θεωρία αρπαζόμουν όχι μόνο όταν ήμουν σε ήσυχους τόπους και στα βουνά, αλλά και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Θείας Λειτουργίας και καθόλου δεν άκουγα τις ψαλμωδίες των ψαλτών. Την ώρα εκείνη, αν μου μιλούσε κανείς, καθόλου δεν καταλάβαινα κι αν ήθελα να έλθω στον εαυτό μου για να μην αντιληφθούν και οι άλλοι την έκστασι και θεωρία μου, καθόλου δεν μπορούσα να επιβληθώ και να αποσπάσω τον νου μου από την θεωρία, εως ότου αυτή από μόνη της υποχωρούσε. Κι όσα έβλεπα ή άκουγα κι όσες ανέκφραστες ευωδίες αισθανόμουν, αποτελούν για μένα «άρρητα ρήματα» και μου είναι αδύνατον να τα εκφράσω.

Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, μετά την εκστατική αυτή θεωρία, όποιο μέλος του σώματός μου άγγιζα, ανέπεμπε την ίδια γλυκύτατη ευωδία. Την αισθανόμουν σ᾿ όλο το σώμα μου διάχυτη. Δεν έμοιαζε με καμμιά ευωδιά πάνω στη γη. Είθε ο πανοικτίρμων Θεός να χαρίση σε όλους τους πιστούς να αισθανθούν αυτή την ευωδία. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος»

* Ο άγιος Γεώργιος, ο ιερέας της Νεάπολης (Νέφσεχιρ) Καππαδοκίας, γεννήθηκε το 1760 και κοιμήθηκε εξόριστος στη Λευκωσία της Κύπρου, μετά από σειρά συκοφαντιών, στις 12 Σεπτεμβρίου 1816. Ο άγιος –μη αναγνωρισμένος ακόμη επίσημα– υπήρξε πνευματικός της οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτισσας και κατέγραψε στα καραμανλίδικα (τουρκική γλώσσα με ελληνική γραφή) τις συγκλονιστικές εμπειρίες της. Επίσης μετέφρασε στα τούρκικα και εξέδωσε στα καραμανλίδικα βίους αγίων ανδρών και γυναικών, με τον τίτλο Αλτούνολουκ (Χρυσαύλακας).

 

πηγή: »Η νέα οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις», εκδ. Σ. Γιούλη 1978. https://iconandlight.wordpress.com/2017/06/08/17976/amp/

 

 

Από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη «Μικρασία, χαίρε», εκδ. Εστία.

 

Σμύρνη, 6 Σεπτεμβρίου 1922 «Ὑποδοχὴ τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ»:

Σεπτεμβρίου 6 τοῦ 1922. Τὰ πρῶτα τμήματα τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, ποὺ ἔρχονταν ἀπ’ τὸ δρόμο τῆς Σμύρνης γιὰ νὰ καταλάβουν τὸ Ἀϊβαλί, φάνηκαν στοὺς λόφους.

Στὴν εἴσοδο τῆς πόλης τοὺς περίμενε ἡ ἐκπληκτικὴ πομπή: ὁ δεσπότης, ὁ δήμαρχος, οἱ προεστοί, οἱ ἱερεῖς, οἱ συντεχνίες μὲ τὰ λάβαρα ποὺ ἀνεμίζονταν στὸν ἀέρα. Εἶχαν βγῆ νὰ τοὺς ὑποδεχθοῦν!

Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες, κατασκονισμένοι, κατάκοποι, καταματωμένοι, μὲ ἄγρια μάτια, φοβεροί, κοίταζαν κατάπληκτοι τὰ συμβαίνοντα.

Οἱ γυναῖκες τῶν χριστιανῶν εἶχαν κρυφτῆ πίσω ἀπ’ τὰ παντζούρια καὶ ἀπ’ τὶς μισόκλειστες πόρτες τῶν σπιτιῶν τους, τὰ παιδιὰ παίζανε στὰ καλντερίμια νομίζοντας πὼς εἶναι πανηγύρι. Οἱ καρδιὲς τῶν μεγάλων χτυποῦσαν δυνατά.

ΑΓΙΟΣ  ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΚΥΔΩΝΙΩΝ

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΔΩΝΙΩΝ

Μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴν πόλη, τὴ ζώσανε γερά. Ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος πῆγε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν στρατιωτικὸ διοικητή, συνταγματάρχη Ἀχμὲτ Ζακῆ. Ζοῦσε ἀκόμα μὲς στὶς αὐταπάτες.

Ὁ Τοῦρκος μέραρχος φρόντισε νὰ τὸν προσγείωση:

– «Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, τοῦ εἶπε, βλέποντας τὰ κεφάλια σας νὰ εἶναι ἀκόμα πάνω στοὺς ὤμους σας.»

 

Καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Μεγάλης Ἐθνοσυνελεύσεως τῆς Ἀγκύρας: νὰ ὑποστοῦν αὐστηρὲς κυρώσεις οἱ χριστιανοὶ τῆς Μικρασίας ποὺ πολέμησαν μὲ τὸν ἑλληνικὸ στρατό. Τὸ ἴδιο βράδυ κηρύχτηκε ὁ στρατιωτικὸς νόμος.

Ὕστερα βγῆκε ἡ φοβερὴ διαταγή: «Νὰ παρουσιασθοῦν ὅλοι οἱ ἄνδρες ἀπὸ 18-45 χρονῶν».

Τοὺς μάζεψαν ἔτσι, ὅλον τὸν ἀνθὸ τοῦ πληθυσμοῦ, χιλιάδες, τοὺς δέσαν,τοὺς μεταφέρανε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τοὺς σκότωσαν στὰ μεταλλεῖα τοῦ Φρένελι καὶ στὶς χαράδρες.

Ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος ἔμεινε στὴν πόλη μὲ τὰ γυναικόπαιδα, ἔκανε ὅ,τι τοῦ περνοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, διαβήματα,ἐκκλήσεις στοὺς Τούρκους, νομίζοντας πὼς ἀκόμα τὸ κύρος τῆς Ἐκκλησίας, τὰ προνόμια τὰ σουλτανικά, εἶχαν σημασία.

Σὲ λίγες μέρες ἄρχισαν νὰ φτάνουν στὸ λιμάνι βαπόρια μὲ ἀμερικανικὴ σημαία, νὰ παραλάβουν τὰ γυναικόπαιδα.

Οἱ Τοῦρκοι εἶπαν στὴν ἀρχή: «Ἡ ἄδεια τῆς ἀναχωρήσεως ἰσχύει μόνον γιὰ 24 ὧρες. Ὅσοι δὲν προλάβουν νὰ φύγουν, θὰ μεταφερθοῦν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἀνατολῆς!».

Ὁ Δεσπότης πῆγε καὶ βρῆκε τὸν Τοῦρκο φρούραρχο. Εἶχε πάντα τὸ κουράγιο νὰ μιλᾶ αὐστηρά, ἂν καὶ μάντευε τὸ τέλος ποὺ τὸν περίμενε.

Διαμαρτυρήθηκε: πόσοι προλάβαιναν νὰ μπαρκάρουν σὲ 24 ὧρες μὲ τὰ λίγα μέσα ποὺ ὑπῆρχαν;

– «Ἀντιλαμβάνομαι τὰ σχέδιά σας, εἶπε στὸν Σαμπρῆ πασά. Θέλετε νὰ μᾶς ἐξοντώσετε ὅλους. Ἀλλὰ τί ἔβρεξεν ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν τὸ ἐδέχθη ἡ γῆ;»

Ἐπέστρεψε στὴ Μητρόπολή του κατόδυνος στὴν ψυχή:

–«Φύγετε ὅλοι ἀμέσως! Ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω!».

Τοῦ εἶπαν νὰ ἑτοιμασθῆ νὰ φύγη καὶ ἐκεῖνος. Ἀρνήθηκε.

–«Ἐφόσον καὶ ἕνας ἀκόμη ἐκ τῶν πιστῶν τοῦ ποιμνίου μου εὑρίσκεται ἐδῶ, θὰ μείνω καὶ ἐγώ».

Τὴν 30 Σεπτεμβρίου τοῦ 1922 οἱ Τοῦρκοι ὁρίσανε ὡς ἡμέρα ποὺ θὰ ἐπέτρεπαν καὶ στοὺς παπάδες τῶν ἕνδεκα μεγάλων ἐκκλησιῶν τοῦ Ἀϊβαλιοῦ νὰ φύγουν. Ὁ Δεσπότης πάλι εἶπε:

– «Ἐγὼ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ μείνω.»

Ἐπειδὴ ἔμεναν ἀκόμη χριστιανοὶ στὴν πόλη. Καὶ εἶχε γνωσθῆ ἡ τελευταία ἀγριότητα.

.

Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μάζεψαν τοὺς ἄντρες ἀπὸ 18-45 ἐτῶν καὶ τοὺς σκοτώνανε ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη, εἶχαν ἐξαιρέσει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὁμαδικὴ στρατολογία καὶ σφαγὴ τὰ σινάφια: τοὺς ἐπαγγελματίες, τοὺς φουρναραίους, τοὺς χτίστες, τοὺς μαραγκούς.

Ὁ διευθυντὴς τῆς ἀστυνομίας τοὺς κάλεσε ὅλους νὰ παρουσιαστοῦνε. Τοὺς πῆγαν σ’ ἕνα λόφο λεγόμενο «Μπογιὰ» καὶ τοὺς σκότωσαν μὲ τσεκούρια. Ἕνας μόνο γλύτωσε καὶ εἶπε τὸ τί ἔγινε.

Τέλος, πιάσαν τὸν Δεσπότη καὶ τοὺς παπάδες. Ὕστερα ἀπὸ τέσσερεις μέρες φυλακὴ καὶ βασανιστήρια, τοὺς σηκώσανε καὶ τοὺς ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τοὺς συνοδεύανε στρατιῶτες καὶ τσέτες ὁπλισμένοι.

Τοὺς γυμνώσανε, τοὺς δέρνανε, τοὺς βιάζανε νὰ περπατοῦν ξυπόλυτοι. […] Σὰν πέρασε λίγη ὥρα, ἀκούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Τὸ ἀπόσπασμα ἑνώθηκε μαζί τους ἀργότερα. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ ἀποσπάσματος εἶπε:

–«Τὸν Δεσπότη τὸν θάψαμε ζωντανό. Οἱ ντουφεκιὲς ἦταν γιὰ τοὺς ἄλλους.»

Ἀπ’ τὴν Πέργαμο συνεχίσαμε τὴ μαρτυρικὴ πορεία πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἀνατολῆς, μαζὶ μὲ τοὺς παπάδες. Ἔξω ἀπ’
τὴν Πέργαμο σκοτῶσαν τὸν γερο-ἱερέα τῆς ἐνορίας μας, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίση.

Τὸν παραδώσανε στὸν ὄχλο –στοὺς πολίτες καὶ στὰ παιδιά– ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴ θλιβερὴ θεωρία. Κι ὁ ὄχλος τὸν σκότωσε μπρὸς στὰ μάτια μας μὲ λιθοβολισμό.

Φτάσαμε στὸ Κιρκαγάτς. Ἐκεῖ, τὴ νύχτα, οἱ Τοῦρκοι ξεχώρισαν τοὺς παπάδες καὶ τοὺς πῆραν δεμένους νὰ τοὺς πάνε στὸ Ἀξάρι. Μάθαμε ἀργότερα πὼς τοὺς σκότωσαν ὅλους στὸ δρόμο.

Ἀπὸ 3.000 ἄνδρες ποὺ πιάσανε οἱ Τοῦρκοι στὸ Ἀϊβαλί, τὸν ἀνθὸ τοῦ πληθυσμοῦ, σωθήκαμε καὶ φτάσαμε, ὑστέρα ἀπὸ δεινὰ πολλά, στὴν Ἑλλάδα εἴκοσι τρεῖς ψυχὲς (ἀριθμὸς 23).

Αὐτὴ τὴ μαρτυρία καταθέτω γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Μικρασίας, ποὺ ἔδιδε ἁγίους καὶ μάρτυρες ταπεινοὺς καὶ ἀφανεῖς, ἐπειδὴ τοὺς ὁδηγοῦσε ἕνα μόνο: ἡ πίστη καὶ τὸ χρέος

Πρόσφυγες απο το Αϊβαλί. Μυτιλήνη, 1922

Πρόσφυγες απο το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη το 1922.jpg

Πρόσφυγες απο το Αϊβαλί. Μυτιλήνη, 1922.

Στο Αϊβαλί ( Κυδωνίες ) της Μικράς Ασίας ,απέναντι από την Λέσβο υπήρχε κτισμένη στο ονόμα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Φανουρίου του Νεοφανούς μικρή εκκλησία ήδη αρκετά χρόνια πριν την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Μέσα στο Εκκλησάκι υπήρχε εικόνα παλαιά του Αγίου που επιτελούσε Θαύματα.

27 Αυγούστου ανήμερα στην εορτή του Αγίου Φανουρίου θα άναβαν τα καντήλια στο μικρό εκκλησάκι για ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ.

Η γυναίκα – ήρωας της ιστορία αυτής που αργότερα θα έσωζε την εικόνα του Αγίου άναβε και αυτη για τελευταία φορά κερί στην εκκλησία,χωρίς να μπορεί να φανταστεί αυτά που θα ακολουθούσαν.

Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ…ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ – Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ

29 Αυγούστου 1922, Χωροφυλακή και ο Ελληνικός Στρατός εχουν εγκαταλείψει το Αιβαλί στην τύχη του. Οι πρώτοι τούρκοι θα μπούν στην πόλη δειλά – δειλά.

45.000 πολίτες, εντελώς μόνοι θα μείνουν πίσω για να υποστούν τα πάνδεινα. Οι κάτοικοι της Κυδωνίας αποφάσισαν να μείνουν στα σπίτια τους. Η Κυδωνία ειχε 95% Ελληνες κατοίκους οπότε δεν είχαν προβλήματα με τους Τούρκους εδω και 3-4 χρόνια.Πίστευαν οτι εάν καλοπιάσουν τους Τούρκους με δώρα και θερμή υποδοχή αυτοί θα τους λυπηθούν.

Αυτό είχε πράγματι πετύχει στο παρελθόν και το προέβλεπε και το Κοράνι ( δεν σκοτώνεις όποιον σε υποδεχθεί με τιμές σαν νικητή ). Τώρα όμως υπήρχε τεράστιο μίσος απέναντι στον Ελληνα. Η διαταγή του Κεμάλ ήταν να εξαφανιστούν εντελώς οι Ελληνες και Αρμένιοι απο προσώπου γής.Οι δημογέροντες έκριναν λάθος. Θα διώξουν λοιπόν μόνο όσους είχαν πολεμήσει και τους Αρμένιους.

5 του Σεπτέμβρη φεύγει και το τελευταίο πλοίο με Ελληνες στρατιώτες απο την Μ. Ασία.

Οι δημογέροντες προσπαθούν  να βρουν τρόπο να εξευμενίσουν τον τουρκικο στρατό που στις 6 Σεπτεμβρίου θα μπεί επίσημα στο Αιβαλί (ΚΥΔΩΝΙΕΣ).Ετσι εκκλησία και προύχοντες θα υποδεχθούν τους τούρκους με μουσική, φαγητά και δώρα, αλλα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα καθώς καμια σημασία δεν έδωσαν σε αυτη την εκδήλωση.

Είχαν τις πληροφορίες τους απο προδότες οτι το Αιβαλί έκρυβε όπλα.Το ιππικό των Τούρκων δεν προέβει σε εκτελέσεις αλλά προέβει σε λεηλασίες Ναών και δημοσίων κτηρίων. Το ίδιο βράδυ οι Τούρκοι πούλαγαν τα ιερά των εκκλησιών στο παζάρι της πλατείας ! Ο Φόβος και ο Τρόμος θα διαδεχθουν την αχνή ελπίδα εκεινο το βράδυ.

Το ίδιο εκείνο βράδυ θα εφαρμόσουν στρατιωτικό νόμο.

Το πρωί 7 Σεπτεμβρίου, δείχνουν διαθέσεις για εκτέλεση ανδρών με το αιτιολογικό της προδοσίας.Αρχίζουν να μαζεύουν άτομα για εκτέλεση. Εχει ήδη σταλεί στον Κεμάλ αίτηση έγκρισης για εκτελέσεις. Η απάντηση ειναι αρνητική απο τον Κεμάλ με το αιτιολογικό της καλής διαγωγής κατα την υποδοχή του Ιππικού.

Το σχέδιο των Ελλήνων πέτυχε για 24 ώρες.

Το ιππικό θα φύγει, και ο Γολγοθάς αρχίζει για το Αιβαλί με την είσοδο των ατάκτων και των Τσετών την ίδια ημέρα 7 Σεπτεμβρίου. 

Τα πεζά τμήματα των Τούρκων μαζί με τους Ατάκτους αποτελούν την μηχανή θανάτου των Τούρκων. Αμόρφωτα κτήνη, πεινασμένα, στερημένα , γεμάτα φθόνο για τους Ελληνες των ΚΥΔΩΝΙΏΝ.

Αντίκρυσαν τα σπίτια και τον πλούτο των Ελλήνων και η ψυχή τους γέμισε δαιμόνια. Αδιαφόρησαν για την εντολή του Κεμάλ με το αιτιολογικό της απόκρυψης όπλων και στρατιωτών στην πόλη.

Με συνοπτικές διαδικασίες ο διοικητής των πεζών τμημάτων έδωσε εντολή εξολόθρευσης.

Αμέσως αρχίζει το μάζεμα των ανδρών. Γενική διαταγή να προσέλθουν στις τουρκικές αρχές όλοι οι άνδρες απο 18-45 ετών.

Τους μάζεψαν, τους δέσανε, τους μεταφέρανε έξω από την πόλη και τους σκότωσαν στα μεταλλεία του Φρένελι και στις δύο διπλανές χαράδρες…

Από αυτή την ομαδική στρατολογία και σφαγή είχαν εξαιρέσει τα σινάφια: τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς.Αυτούς τους πήγαν σ’ ένα λόφο, λεγόμενο Μπογιά και τους σκότωσαν με τσεκούρια.

Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος απο τα μέσα Αυγούστου φρόντιζε να ενημερώνει έναν έναν αλλά και στις εκκλησίες τον κόσμο για την σφαγή που έφτανε. Ειχε φυλακιστεί και καταδικαστεί σε θάνατο 2 φορές απο τους Τούρκους. Γνώριζε πολύ καλά το μίσος και τις διαθέσεις τους για Ελληνες και Αρμένιους.

Εδώ και ημέρες φρόντιζε να ναυλώνει καίκια και βάρκες ώστε να στέλνει κόσμο στην Λέσβο. Καθημερινά έτρεχε στους Τούρκους για άδειες αναχώρησης. Ηξερε οτι αναπάσα στιγμή μπορούσαν να τον κρεμάσουν αφού η καταδίκη του ειχε ξανα ενεργοποιηθεί σιωπηλά. Και όμως αδιαφορούσε. Χιλίαδες κόσμο κατάφερε και πέρασε απέναντι με τα καίκια και τις βάρκες.

Η Ελληνική δημογεροντία συνέχισε να πιστέυει οτι τελικά όλα θα πάνε καλά. Οταν έμαθαν για την σφαγή στα ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΑ κατάλαβαν όλοι πια και  το χάος και την κόλαση που είχε φτάσει στην πόρτα τους.

ΗΤΑΝ ΟΜΩΣ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ.

Ο ( Αγιος ) Μητροπολίτης των Κυδωνιών,Γρηγόριος μετά την εκτέλεση των ανδρών δεν παρέδωσε τα όπλα αλλά ενήργησε αστραπιαία μέσω του Αμερικανικού στοιχείου και με μεγάλους κόπους κατάφερε στις 18-19 Σεπτεμβρίου και έφερε 2 ατμόπολοια Ελληνικά με Αμερικάνική σημαία για να παραλάβουν τον κόσμο.

Ο ίδιος και 22 ιερείς και λοιποί εργαζόμενοι στις εκκλησίες της πόλης θα παρέμεναν στην Κυδωνία, αληθινοί Νεο-Μάρτυρες  για να σώσουν έστω και μία ψυχή απο τους Τούρκους.

( 12 μέρες μέρες ζωής έμεναν στους ιερωμένους των Κυδωνιών )

Μέσα Σεπτεμβρίου λοιπόν του 1922 μεγάλο μέρος του ( γυναικόπεδα ) πληθυσμού των Κυδωνιών έχει εγκλωβιστεί πια στα σπίτια του από τις προδοτικές παραινέσεις του Ελληνα Κυβερνήτη Στεργιάδη,την εγκληματική συμπεριφορά των Ελλήνων Ανωτάτων στρατιωτικών και την ανοησία των δημογερόντων, έχοντας ουσιαστικά παραδοθεί για σφαγή στον Βαρβαρικό τουρκικό άτακτο “Στρατό”.

Μέσα σε αυτό το χάος και με τους τούρκους να μπαίνουν πια μέσα στα σπίτια σκοτώνοντας και λεηλατώντας, μια γυναίκα μόνη της με ένα αγόρι στην αγκαλιά αποφασίζει τελικά μέσα στην νύχτα μόνη και έρημη να εγκαταλείψει το σπιτικό της και να φύγει με τα καίκια η τα πλοία του Μητροπολίτη.

Μανάδες έκρυβαν τα νεαρά αγόρια τους. Τους έκαιγαν τα φρύδια και τα κούρευαν γουλί. Τους έβαζαν μολύβι στα μάτια, αρώματα και ρούχα γυναικεία. Σύντομα θα έμπαιναν τα κτήνη και στα σπίτια τους για έλεγχο.

Στα κορίτσια έβαζαν ρούχα στην κοιλιά να φαίνονται οτι περιμένουν παιδί μήπως και γλυτώσουν τον βιασμό. Οι νέες γυναίκες έκαιγαν τα μαλλία τους και έβαζαν χώμα με νερό στο πρόσωπο  για να φανούν γριές. Ετοιμαζόνταν και περίμεναν τον σωτήρα τους να τους πάει στην Λέσβο.

Τώρα τους έμενε μόνο ο Γρηγόριος για να σωθούν.

Η «υπομονή» των Τούρκων εξαντλήθηκε,24 ώρες έδωσαν οι Τούρκοι διορία στις Κυδωνίες για να εγκαταλείψουν οι τελευταίες χιλιάδες γυναικόπεδα την πόλη. Ετρεχε ο Γρηγόριος να ζητάει παράταση αλλά τίποτα.

Πιάσανε στον έλεγχο αγόρι 18 ετών να έχει ντυθεί κορίτσι και να εχει ανέβει στο πλοίο. Τον κατεβάζουν και τον σφάζουν μπροστά στα μάτια των Ελλήνων. Απο την ώρα αυτή οι έλεγχοι ήταν σε έναν προς έναν. Η επιβίβαση θα καθυστερούσε και η διορία έτρεχε ακόμα πιο γοργά.

Έξω από το σπίτι αυτής της γυναίκας λοιπόν που αναφέραμε πιο πάνω, υπάρχει χρόνια τώρα η μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Αγιο Μεγαλομάρτυρα Φανούριο. Οι ώρες ήταν σκοτεινές, γεμάτες θάνατο και όλοι εμέναν κλεισμένοι στα σπίτια τους περιμένοντας το μοιραίο. Κανείς δεν είχε ανάψει εδώ και βδομάδες το καντήλι της μικρής εκκλησίας του Αγίου Φανουρίου.

Είμαστε στις 19 του Σεπτέμβρη, η γυναίκα με το παιδί στην αγκαλιά φεύγει για τα καίκια, και μόλις βγαίνει έξω το αναμμένο καντήλι στην Εκκλησούλα της τραβάει την προσοχή. Ποιός να τολμήσει τέτοιες ώρες να ανάψει καντήλι. Ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.

Τρέχει μέσα και προσκυνάει την εικόνα του Αγίου Φανουρίου που είναι γεμάτη τάματα καθώς τα θαύματα που είχαν γίνει σε αυτό το μικρό εκκλησάκι το είχαν κάνει γνωστό μέχρι την Σμύρνη. Ουρά οι απάντρευτες για να τους βρεί γαμπρό ο Αγιος. Εκείνος βοηθούσε και η φήμη της μικρής εκκλησίας ειχε φτάσει στην Σμύρνη.

Μπήκε φοβισμένα και προσκύνησε αλλά ταυτόχρονα λέει στον εαυτό της «Εμείς φεύγουμε αλλά δεν είναι σωστό να αφήσουμε την εικόνα μας στους τούρκους».

Την πήρε λοιπόν μαζί της, μαζί και τα τάματα γνωρίζοντας ότι στο λιμάνι οι τούρκοι δεν αφήνουν τους Ελληνες να πάρουν μαζί τους σχεδόν τίποτα. Την έκρυψε κάτω από την μασχάλη και το ρούχο του παιδιού και χάθηκε μέσα στην νύκτα.

Φτάνοντας στο λιμάνι ώστε να επιβιβαστεί την σταματούν για έλεγχο οι τούρκοι. Δουλειά τους ήταν να αφαιρούν χρυσό , ασήμι ,χρήματα , εικόνες και ότι πολύτιμο έφεραν μαζί τους .Στον έλεγχο ο τούρκος βρήκε την εικόνα κάτω από το ρούχο του παιδιού και θεώρησε ότι είχε αξία οπότε την τραβάει και την πετάει επάνω στην στοίβα με τα άλλα κατασχεθέντα αντικείμενα.

Η Γυναίκα λύγισε από αγάπη για τον Αγιο Φανούριο της και αντέδρασε άμεσα προτείνοντας με το χέρι της να δώσει το ένα και μοναδικό δακτυλίδι που φόραγε σε αντάλλαγμα για την μικρή εικόνα.

Ο τούρκος θεώρησε την ανταλλαγή εξαιρετικά καλή και αμέσως σκύβει να πιάσει την εικόνα του Αγίου Φανουρίου η οποία όμως τώρα είχε μετατραπεί σε ενα άσπρο, κενό ξύλο. Η μορφή του Αγιου Φανουρίου είχε χαθεί εντελώς μαζί και τα τάματα, και ο τούρκος σάστισε !

Εσείς φεύγετε και αφήνετε τόσο ωραία πράγματα και συ ζητάς να πάρεις ένα λευκό σανίδι.
Ελα πάρε και μια πραγματική εικόνα μαζί με το σανίδι σου , και της δίνει μια ακόμα εικόνα.

Επιβιβάστηκε στο καΐκι και αυτό τους έφερε στα Πάμφιλα της Μυτιλήνης ( λίγο πριν τη Θερμή )

Πέρασαν δύο μήνες δύσκολοι , γεμάτοι αγωνία και ταλαιπωρία. Καθώς τελείωναν οι 2 μήνες θαυματουργικά η εικόνα επέστρεψε και ο Αγιος Φανούριος μαζί της.

Είναι αυτός ο υπέροχος Αγιος Φανούριος που μας κάνει συντροφιά ακόμα στα 2011. Μαζί φάνηκαν και τα τάματα της εικόνας.

Τα χρόνια κύλησαν , η γυναίκα γήρασε. Το μικρό τυχερό αγορι από τις Κυδωνίες παντρεύτηκε την Κα Σάλτα Βασιλεία από την Θερμή της Λέσβου. Έφυγαν για την Νότιο Αφρική και έκαμαν μεγάλη περιουσία.

Αργότερα ο σύζυγος εκοιμήθηκε και η Κα Βασιλεία χωρίς να έχει αποκτήσει παιδιά αφιερώθηκε στις ενάρετες πράξεις και στα φιλανθρωπικά έργα και στην εκκλησία.

Γνωρίστηκε με τον ιερέα Ερμεία Καραπαναγιώτη , εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου του Χιοπολίτου στις Νέες Κυδωνίες της Λέσβου ,που υψώνεται σήμερα απέναντι απο τις παλιές Κυδωνίες ( Αϊβαλί )

Συμφωνήθηκε η μεν Βασιλεία Σάλτα να δωρήσει την Θαυματουργή Εικόνα του Αγίου Φανουρίου και ο ιερεύς να φροντίσει για την ανέγερση Νέου Ιερού Ναού, αντί του παλαιού Ναυδρίου που υπήρχε έξω κοντά στο σπίτι της πεθεράς της στα 1922. Έτσι και έγινε.

Σήμερα με την βοήθεια του Αγίου κτίστηκε ο περικαλλής ναός του Αγίου Φανουρίου και μεταφέρθηκε η παλαιά εικόνα Του μαζί με τα τάματα. Η Αφιέρωση έγινε το 2002. Το μέρος λέγεται Ξαμπελιά Νέων Κυδωνιών Λέσβου.

Όσοι περνάτε για να πάτε στο μοναστήρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Μανταμάδου θα βρείτε την εκκλησία στο δεξί σας χέρι στην ανηφόρα και στα 6 χιλιομ από την διασταύρωση της Θερμής.

Επάνω στον δρόμο υπάρχει και πινακίδα για να ανέβει κάποιος έυκολα στο χωριό των Νέων Κυδωνιών ( 2 χιλιόμετρα απο τον κεντρικό δρόμο).

Εκεί θα βρείτε και την θαυματουργή εικόνα του Αγίου Φανουρίου , εντός του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Χιοπολίτου.

Η εκκλησία του Αγίου Φανουρίου έχει κτιστεί σε αμφιθεατρικό σημείο με μοναδική θέα που βλέπει προς την υποδουλωμένη Κυδωνία.

Η παλαιά θαυματουργή εικόνα δηλώνει αμέσως την παλαιότητας της που πάει πολύ πριν το 1922.Τα θαύματα που έκαναν ξακουστή την εικόνα στην Μικρά Ασία εξακολουθούν να γίνονται και στην Μυτιλήνη.

Ακόμα και η νεώτερη εικόνα που υπάρχει στον ναό του Αγίου Φανουρίου επάνω στον δρόμο επιτελεί και αυτή θαύματα καθώς δείχνουν τα Τάματα που υπάρχουν και σε αυτήν.

Αρχές Αυγούστου πήγαμε για διακοπές και προσκύνημα στην θέρμη της Λέσβου και  για άλλη μια φορά σταματήσαμε στον Αγαπημένο Αγιο Φανούριο.

Η μικρή αυτή εκκλησία με το που μπαίνεις μέσα σε αγκαλίάζει με ένα ιδιαίτερο και δυνατό συναίσθημα. Η κληρονομιά της εχει έρθει απο τα Ιερά χώματα απέναντι.

Φορτισμένη με ενεργειακό δυναμικό πόνου και δυστυχίας, για τους χιλιάδες Αιβαλιώτες που χάθηκαν κάτω απο το λυπημένο βλέμμα του Αγίου.

 

πηγή: oikohouse.wordpress.com

Οι μάρτυρες πρόσκοποι του Αϊδινίου, των Σωκίων και της Κάτω Παναγιάς της Μικράς Ασίας

Στις 15 Ιουνίου 1919 μια μεγάλη δύναμη ανταρτών χτύπησε το Αϊδίνι. Τμήματα του πρόχειρα οργανωμένου Τουρκικού στρατού μαζί με άτακτους (Τσέτες) άρχισαν να προσβάλουν την πόλη του Αϊδινίου, με πολυβολισμούς και κανιονοβολισμούς απο τα νότια της πόλεως.

Στη μεγάλη αυτή καταστροφή οι Πρόσκοποι, με επικεφαλής τον Τοπικό τους Έφορο Νικόλαο Αυγερίδη δεν έμειναν αδρανείς και αρχίζουν να τρέχουν παντού να βοηθήσουν. Η μάχη στις 16 Ιουνίου προχωράει προς το κέντρο της πόλεως και τα πυρά των Τούρκων πυκνώνου. Τότε εμφανίζονται και οι πρώτες πυρκαγιές, οι οποίες παίρνουν γρήγορα τρομερές διαστάσεις. Οι μάχες γίνονται σκληρές, μπροστά στην αριθμητική υπεροχή των ανταρτών ο Ελληνικός Στρατός, αναγκάζεται να υποχωρήσει στα υψώματα περιμένοντας ενισχύσεις. Ο Τοπικός Έφορος, οι Αρχηγοί και οι Πρόσκοποι αδυνατούν όμως να εγκαταλείψουν εγκαίρως την κόλαση αυτή, και να αφήσουν αβοήθητους τους συγχωριανούς τους. Έτσι παραμένουν ακλόνητοι στις θέσεις τους ως γνήσιοι Έλληνες Πρόσκοποι, προσφέροντας μέχρι την τελευταία στιγμή τις υπηρεσίες τους προς τον πλησίον μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να συλληφθούν 31 Πρόσκοποι μαζί με τον Τοπικό Έφορο Νίκο Αυγερίδη και τους Αρχηγούς τους.

Το πρωί της 18ης Ιουνίου τους μεταφέρουν στις όχθες του Εύδωνα ποταμού και καλούν πρώτο τον Νίκο Αυγερίδη να αλλαξοπιστήσει και να απαρνηθεί την Ελλάδα. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ ! αναφωνεί ο ήρωας Τοπικός Έφορος και εκτελείται. Την ίδια τύχη είχε ορίσει η μοίρα και για τους υπόλοιπους Προσκόπους που αναφωνώντας και αυτοί: ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ! εκτελούνται ο ένας μετά τον άλλο. Τον Νίκο Αυγερίδη του έβγαλαν τα μάτια, τον Φιλοκτήτη Αργυράκη τον έγδαραν, τον 19χρονο Μίνωα Βεϊνόγλου τον αποκεφάλισαν με σκουριασμένο μαχαίρι, τους λοιπούς τους λόγχισαν και τους κατακρεούργησαν. 

 

ΟΙ ΗΡΩΙΚΟΙ ΠΡΟΣΚΟΠΟΙ ΤΟΥ ΑΪΔΙΝΙΟΥ:
1. Νικόλαος Αυγερίδης (Ιδρυτής και Τ.Ε.)
2. Επαμεινώνδας Αναστασιάδης (μέλος Τ.Ε.)
3. Μιχαήλ Τσοχατζής (μέλος Τ.Ε.)
4. Φιλοκτήτης Αργυράκης (Αρχηγός 1ης Ο.Π.)
5. Μίνως Βεϊνόγλου (Αρχηγός 2ης Ο.Π.)
6. Αιμίλιος Παπαδόπουλος (Αρχηγός 3ης Ο.Π.)
7. Ιωάννης Αβραάμ
8. Κωνσταντίνος Ανδρεάδης
9. Ηρακλής Αντωνίου
10. Δήμος Αραδούλης
11. Γεώργιος Θεοδώρου
12. Βασίλειος Ιωάννου
13. Γεώργιος Ιωάννου
14. Χρυσόστομος Κανάτας
15. Γεώργιος Καραγιαννόπουλος
16. Δήμος Καραμαούνας
17. Δημήτριος Κουγιουμτζής
18. Κυριάκος Μανθόπουλος
19. Εμμανουήλ Μαρινάκης
20. Ευδόκιμος Μιναρεδζόγλου
21. Θεοδόσιος Μιναρεδζόγλου
22. Νικόλαος Μιναρεδζόγλου
23. Γεώργιος Νικητόπουλος
24. Κωνσταντίνος Νομικός
25. Γεώργιος Παναγής
26. Γεώργιος Παπαδάκης
27. Δημήτριος Πρωτοψάλτης
28. Πλάτων Σαμιωτάκης
29. Δημοσθένης Σακελλαρίδης
30. Μάνθος Τσοχατζής
31. Ευστάθιος Χριστοδούλου
σφαγή προσκόπων Αϊδίνι.jpg
 
Τρία χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1922, νέα συμφορά έπληξε τους Έλληνες Προσκόπους. Τα Σώκια, μικρή πόλη στον ποταμό Μαίανδρο, ήταν υπό την κατοχή του Ιταλικού Στρατού, ο οποίος διατάχτηκε να παραδώσει την περιοχή στα ελληνικά στρατεύματα. Οι τούρκικες αρχές είχαν ρίξει εδώ και μήνες στη φυλακή πολλούς Έλληνες, μεταξύ των οποίων και τους Προσκόπους. Μόλις πλησίασε ο Ελληνικός Στρατός, οι Τούρκοι πήραν φεύγοντας και τους κρατούμενους, παρά τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στους Ιταλούς. Προσπαθώντας να τους καταδιώξουν έτσι όπως έφευγαν άτακτα, οι Έλληνες στρατιώτες βρέθηκαν μπροστά στα πτώματα δεκαπέντε και πλέον Ελληνόπουλων…
 
ΟΙ ΗΡΩΙΚΟΙ ΠΡΟΣΚΟΠΟΙ στα Σώκια:
1. Χρήστος Χριστίδης (Αρχηγός)
2. Γεώργιος Βενέτος
3. Βασίλειος Γεωργιάδης
4. Δημήτριος Καραμηνάς
5. Θρασύβουλος Καραμηνάς
6. Δημήτριος Μελάς
7. Ευστράτιος Ματθαίου
8. Ιωάννης Στολίδης
9. Γεώργιος Σαβράκης
10. Βασίλειος Χαραλάμπους
11. Γεώργιος Χαραλάμπους
12. Γεώργιος Χατζημιχαήλ
13. Κωνσταντίνος Χειμωνίδης.
ΠΡΟΣΚΟΠΟΙ Κ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.jpg
 
Ένα τρίτο γεγονός σφαγής προσκόπων αναφέρεται στο χωριό Κάτω Παναγιά στην περιοχή της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, τον Αύγουστο του 1922, κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία. Στο χωριό εισέβαλαν τουρκικά σώματα αφήνοντας πίσω τους 800 νεκρούς, ανάμεσά τους και τους 13 νέους προσκόπους.
«Με την πρώτη εμφάνιση τους στο χωριό, οι ληστοσυμμορίτες εξαπολύουν πρωτοφανή τρομοκρατία. Λεηλασίες, σφαγές, βιασμοί και βρησμοί παντού. Ξεχωρίζουν και συλλαμβάνουν τους δυο ιερείς, το δάσκαλο και τους πρόσκοπους, που θα υποστούν θάνατο από μαρτύρια. Τον παπα-Κουρμπά και τον παπα-Νικολή τους κομματιάζουν και τους κρεμάνε στα τσιγκέλια των σφαγίων του Τσεσμέ. Το δάσκαλο Ιωάννη Θεονίδη, τον ποιητή Αρσένιο Σάρικα και τους αθώους πρόσκοπους… τους υποβάλλουν σε απερίγραπτα μαρτυρία και τους θανατώνουν με μοναδική κατηγορία ότι ήταν πρόσκοποι. Όσοι Κατωπαναγιουσήδες επέζησαν από το δράμα του Αυγούστου το 1922, έχουν να λένε και να θυμούνται ότι τα τραγικότερα θύματα ιστορικής λαίλαπας ήταν οι ανήλικοι πρόσκοποι».»Με την πρώτη εμφάνιση τους στο χωριό, οι ληστοσυμμορίτες εξαπολύουν πρωτοφανή τρομοκρατία. Λεηλασίες, σφαγές, βιασμοί και βρησμοί παντού. Ξεχωρίζουν και συλλαμβάνουν τους δυο ιερείς, το δάσκαλο και τους πρόσκοπους, που θα υποστούν θάνατο από μαρτύρια. Τον παπα-Κουρμπά και τον παπα-Νικολή τους κομματιάζουν και τους κρεμάνε στα τσιγκέλια των σφαγίων του Τσεσμέ. Το δάσκαλο Ιωάννη Θεονίδη, τον ποιητή Αρσένιο Σάρικα και τους αθώους πρόσκοπους… τους υποβάλλουν σε απερίγραπτα μαρτυρία και τους θανατώνουν με μοναδική κατηγορία ότι ήταν πρόσκοποι. Όσοι Κατωπαναγιουσήδες επέζησαν από το δράμα του Αυγούστου το 1922, έχουν να λένε και να θυμούνται ότι τα τραγικότερα θύματα ιστορικής λαίλαπας ήταν οι ανήλικοι πρόσκοποι».
[Από το βιβλίο του Συλλόγου Κάτω Παναγιάς Μικράς Ασίας με τίτλο: «Πενήντα χρόνια του ζεριζωμού»(1922 – 1972)]
mikrasia
Από την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» η αναφορά για τη σφαγή των προσκόπων στο Αϊδίνιο:
https://www.youtube.com/watch?v=fhF6hUFv70w
mikrasia
zvh tvn proskopvn.png
Πηγές
http://malkidis.blogspot.gr/2016/06/blog-post_17.html
https://el.wikipedia.org/

Περίπου 2700 χρόνια αργότερα, το μουσικο-γυμναστικό σωματείο Ορφεύς Σμύρνης και το η ποδοσφαιρική ομάδα Γυμνάσιον Σμύρνης ενώθηκαν για να σχηματίσουν τον Πανιώνιο Γυμναστικό Σύλλογο Σμύρνης.   Στη Σμύρνη πραγματοποιήθηκαν και οι Ά Πανιώνιοι Αγώνες, το 1896. Η διεθνής αυτή διοργάνωση αγωνισμάτων με κορωνίδα τον στίβο αλλά και αθλήματα όπως γυμναστική, ποδηλασία, άρση βαρών, κολύμβηση και πάλη, διεξήχθη 19 φορές ως τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Μετά το δραματικό ξεριζωμό του συλλόγου, ο Δημητρός Δάλλας, οραματιστής και επονομαζόμενος «Αετός του Πανιωνίου» αναζήτησε στέγη για το σύλλογο αλλά και τους αθλητές του Πανιωνίου στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Δύο μόλις μήνες μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, εγκαινίαζε τα γραφεία του συλλόγου στην Αθήνα.  Oι Κ’ Πανιώνιοι Αγώνες διοργανώθηκαν μόλις ένα χρόνο αργότερα στο Καλλιμάρμαρο, το 1923! Αυτός ο πρωτοπόρος υποστηρικτής κάθε αθλητικής προοδευτικής κίνησης που κοιμόταν πάνω στο ξύλινο γραφείο στο δωμάτιο του συλλόγου αποκρινόταν σε όσους αποθάρρυναν τις προσπάθειές του: «Ο Πανιώνιος είναι Ιδέα. Και οι Ιδέες δεν πεθαίνουν».

Το χάρισμα

Από τους Ίωνες και τον Μέγα Αλέξανδρο, έως τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και τον Δάλλα, το Πανιώνιον εμφανίζεται σε πολλές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, άλλοτε με λαμπρότητα κι άλλοτε τραυματισμένο από τις δυσκολίες.  Αυτή η διαδρομή έχει χαράξει την κουλτούρα του συλλόγου και αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο πόρο του.  Λόγω της διαδρομής του, βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα του Πανιωνίου βρίσκεται η πεποίθηση ότι ο σύλλογος έχει τη δυνατότητα να αναγεννάται από τις στάχτες του, να διαθέτει το χάρισμα «να μην πεθαίνει ποτέ».

Επίσης, η ιστορία του αντανακλά μία κουλτούρα προοδευτικής και πολύπλευρης προσφοράς στον ελληνικό αθλητισμό και πολιτισμό. Ο σύλλογος διαδραμάτισε, για παράδειγμα, καταλυτικό ρόλο στην εισαγωγή του μπάσκετ και του βόλεϊ στον ελληνικό αθλητισμό αλλά και στη δημιουργία γυναικείων αθλητικών ομάδων 5 χρόνια πριν επιτραπεί στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου από το ελληνικό κράτος. Βραβεύθηκε για την προσφορά του στον ελληνικό αθλητισμό και την αθλητική παιδεία από την Ακαδημία Αθηνών το 1949, η οποία μνημόνευσε μεταξύ άλλων τους Πανιώνιους Αγώνες που «εξαιρέτως συνετέλεσαν στην επίρρωση του εθνικού φρονήματος και της εθνικής φιλοτιμίας».

Το όραμα

Η αναβίωση των Πανιώνιων Αγώνων με προοδευτικό χαρακτήρα και οικονομικά βιώσιμο τρόπο θα μπορούσε να εμπνεύσει, να ενώσει και να ωφελήσει πολλαπλά την ελληνική κοινωνία, προάγοντας τον αθλητισμό, τον πολιτισμό και την παιδεία.  Η τέλεση των Αγώνων θα έχει μεγάλη συμβολική αξία στην Ελλάδα την εποχή της κρίσης, στέλνοντας μηνύματα ιστορικής συνέχειας, αναγέννησης και δημιουργίας σε δύσκολες εποχές.  Αν τα εμπόδια μοιάζουν ανυπέρβλητα, ας μας ενθαρρύνει ότι ο Δημητρός Δάλλας μεγαλούργησε αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η διοργάνωση των Πανιώνιων Αγώνων χρειάζεται πρωτίστως μία ηγετική ομάδα με στρατηγικές και διοικητικές ικανότητες η οποία θα είναι διατεθειμένη να αναλάβει αυτό το ιστορικό καθήκον και την συμμετοχή όλων των εργαζομένων του συλλόγου.  Οι θεσμοί και οι οργανισμοί της Νέας Σμύρνης όπως ο Δήμος και η Εστία θα είναι καταλύτες στην τέλεση των Αγώνων. Οι προσφυγικές αλλά και οι Ιωνικές πόλεις της Ελλάδος και οι σύλλογοί τους θα κληθούν ως συμπαραστάτες και όπου είναι εφικτό συνδιοργανωτές των Αγώνων σε μια προσπάθεια που επί της ουσίας ενώνει παρά χωρίζει τις αντίπαλες ομάδες. Οι πολίτες της Νέας Σμύρνης, οι φίλοι του Πανιωνίου και τα σχολεία θα ανταποκριθούν συναισθανόμενοι την πνευματική κληρονομιά των προγόνων τους και τη χαρά των Αγώνων.  Επιφανείς επιχειρηματίες φίλοι του Ιστορικού θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, δίχως αυτό να σημαίνει ότι οι Αγώνες θα πρέπει να είναι εξαρτώμενοι από έκτακτες χορηγίες.

Οι σύγχρονοι Πανιώνιοι Αγώνες θα μπορούσαν να βασίζονται σε τρείς άξονες, τον αθλητισμό, τις τέχνες και τα γράμματα. Ο πρώτος άξονας θα μπορούσε να περιλαμβάνει αθλήματα για τα οποία ο σύλλογος ήδη διαθέτει τεχνογνωσία, όπως ο στίβος, το μπάσκετ, το πόλο, η γυμναστική και το σκάκι, καθώς και ορισμένα από τους αγώνες στην Σμύρνης όπως ο Ιωνικός δρόμος και η αναρρίχηση επί κάλω (σχοινί ύψους 14 μέτρων στηριγμένο σε ιστό).   Παράλληλα, διαγωνισμοί στις τέχνες και τα γράμματα όπως η μουσική, η φωτογραφία, τα ντοκιμαντέρ, η εικαστική δημιουργία και ο Πανιώνιος Ποιητικός Διαγωνισμός (από τον οποίο το 1900 προέκυψε ο ύμνος του συλλόγου) θα αναδείξουν την πολυποίκιλη προσφορά του σωματείου.  Οι Αγώνες θα απευθύνονται σε επαγγελματίες από διάφορες χώρες, στο κοινό, αλλά κυρίως στα παιδιά όλης της Ελλάδας. Θα προβλέπονται βραβεία για νέους και νέες που διακρίνονται τόσο στον αθλητισμό όσο και στις τέχνες ή τα γράμματα.

Το εγχείρημα θα μπορούσε να βρει αρωγούς πολλούς οργανισμούς και ιδρύματα που έχουν τις ρίζες τους στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία.  Για παράδειγμα, το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης θα μπορούσε να συνδράμει φιλοξενώντας διαγωνισμούς στη Στέγη σε θέματα γραμμάτων και τεχνών. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο αδικοχαμένος γιος του που ετοιμαζόταν να επενδύσει στον Πανιώνιο πριν τον θάνατό του πιθανότατα θα στήριζαν με θέρμη αυτό το εγχείρημα.  Το Αμερικανικό Κολλέγιο της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1875 στη Σμύρνη και μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ίσως στεκόταν στο πλευρό αυτής της πρωτοβουλίας με παρόμοιο τρόπο.

Οι Πανιώνιοι Αγώνες μας προσφέρουν ένα ωραίο ταξίδι στο παρελθόν και στο μέλλον, μια ευκαιρία να σκεφτούμε τις αξίες και την ταυτότητά μας, μέσω του αθλητισμού, των τεχνών και των γραμμάτων.

του Κώστα Τασούλη

Αναπληρωτή Καθηγητή Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού ALBA Graduate Business School & DEREE School of Business, Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος

πηγή: Η Καθημερινή

Γιώργου Καζάνα

Προέδρου Ένωσης Μικρασιατών Φοιτητών

Agios Prokopios Ikoniou

Ο Άγιος Προκόπιος Ικονίου (1859 – 20 Απριλίου 1923), κατά κόσμον Προκόπιος Λαζαρίδης, ήταν Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και επίσκοπος, μητροπολίτης Ικονίου στη Μικρά Ασία και ιερομάρτυρας.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Προκόπιος Λαζαρίδης γεννήθηκε από γονείς Έλληνες Ορθοδόξους τουρκόφωνους (Καραμανλήδες) στα Τύανα της επαρχίας Ικονίου Μικράς Ασίας το 1859. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, αποφοίτησε από αυτή το 1889 και διακόνησε ως διάκονος και πρεσβύτερος στις Μητροπόλεις Μελενίκου, Νικαίας και Νικομηδείας.

Η δράση του στο Μελένικο της Μακεδονίας

Ο Προκόπιος Λαζαρίδης διακόνησε ως αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Μελενίκου Προκοπίου.

Τον Ιούνιο του 1890, συστάθηκε συντακτική επιτροπή για τη μεταρρύθμιση του παλαιού Κανονισμού της Ελληνικής Κοινότητας του Μελενίκου, υπό την προεδρία του αρχιδιακόνου Προκοπίου. Κατόπιν συνεννοήσεως με τις δύο κοινοτικές εφορείες της πόλης προέβη στη σύνταξη νέου Κανονισμού, με βάση τους Κοινοτικούς Κανονισμούς της Θεσσαλονίκης και των Σερρών. Η μεταρρύθμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να παύσουν οι κομματικές έριδες μεταξύ των Ελλήνων και να αναπτυχθεί εκ νέου πνεύμα συνεργασίας και ενότητας.

Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως, κατά την απουσία του από το Μελένικο, ο Μητροπολίτης Προκόπιος άφηνε ως αντιπρόσωπό του στην πόλη τον αρχιδιάκονό του Προκόπιο, καθώς ο τελευταίος ήταν απόφοιτος της Χάλκης με οργανωτικές και κηρυκτικές ικανότητες. Κέρδισε μάλιστα τη συμπάθεια των κατοίκων του Μελενίκου, ιδίως μέσω των συνελεύσεων των εφοροεπιτροπών της Ελληνικής Κοινότητας και των Εκπαιδευτηρίων.

Η παρουσία του Προκοπίου Λαζαρίδη στο Mελένικο καταδείκνυε το ενδιαφέρον του μητροπολίτη Προκοπίου για την πνευματική ανάπτυξη του ποιμνίου του. Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε και η ενεργοποίηση του Προκοπίου Λαζαρίδη ως ιεροκήρυκα της μητρόπολης Mελενίκου, γεγονός που ικανοποίησε τον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής που είχε στερηθεί για πολλά χρόνια το κήρυγμα.

Μάλιστα από τις ευχαριστήριες επιστολές των κοινοτήτων Πετριτσίου και Kάτω Tζουμαγιάς (σημερ. Ηράκλεια) προς τον μητροπολίτη Mελενίκου, διαφαίνεται όχι μόνο η ευαρέσκεια που εκφράζουν οι Ελληνικές Κοινότητες αλλά και η κηρυκτική ικανότητα του Προκοπίου καθώς και ο άριστος χειρισμός από μέρους του της ελληνικής γλώσσας όπως και της τουρκικής, την οποία συχνά χρησιμοποιούσε για να γίνεται αντιληπτός από το σύνολο του πληθυσμού.

Προκόπιος Ικονίου

Ὁ πρό ἡμερῶν εἰς τήν ἡμετέραν κωμόπολιν σταλείς ὑφ’ ἡμῶν ἀρχιδιάκονος κ. Προκόπιος Λαζαρίδης λίαν ηὐχαρίστησε τήν πνευματικήν ποίμνην ὑμῶν, διά τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας, ἥν μετ’ ἄκρας εὐπροσηγορίας καί θρησκευτικοῦ ζήλου ἀνέπτυξεν εἰς ἀμφοτέρας τάς ἐκκλησίας. Mή δυνάμενοι δέ ν’ ἀποσιωπήσωμεν τήν ζωηράν ἐντύπωσιν, ἥν ἐλάβομεν ἐκ τῆς εὐσυνειδήτου ἐπιτελέσεως τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τοῦ ἱεροκήρυκος, ὡς καί τήν ἡμετέραν κεντρικήν ὑπέρ τῶν εἰς τήν πνευματικήν ποιμαντορίαν ὑμῶν ἐμπιστευθέντων πνευματικῶν τέκνων μέριμναν, γράφομεν τήν παροῦσαν, δι’ ἧς ἐκφράζομεν ὑμῖν τάς ἀπείρους ἡμῶν εὐχαριστίας, παρακαλοῦντες ἅμα τε ὑμᾶς, ὅπως καί αὖθις ἀποστείλητε τόν ἱεροκήρυκα, ὁπόταν κρίνητε εὔλογον, ἵνα ποτίσῃ ἡμᾶς διά τοῦ γάλακτος τῆς ἀρετῆς καί εὐσεβείας … [επιστολή της Κοινότητας Kάτω Tζουμαγιάς προς τον μητροπολίτη Μελενίκου Προκόπιο, 8 Μαρτίου 1890]

Προκόπιος_Μητροπολίτης_Ικονίου.jpg

Ο Προκόπιος Λαζαρίδης παρέμεινε στο Μελένικο έως τα τέλη Μαΐου του 1891, λίγους μήνες πριν το θάνατο του γέροντός του, μητροπολίτη Μελενίκου Προκοπίου, τον Αύγουστο του ίδιου έτους.

Η δράση του ως Πρωτοσύγκελλος και Επίσκοπος

Στα τέλη Μαΐου του έτους 1891 προσελήφθη ως ιεροκήρυκας στην περιφέρεια Αδά Παζαρίου Νικομηδείας, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Αργότερα ο Προκόπιος διακόνησε ως πρωτοσύγκελλος στη Μητρόπολη Νικαίας στη Μικρά Ασία. Στις 14 Φεβρουαρίου 1893 συμμετείχε ως υποψήφιος στο τριπρόσωπο για την εκλογή βοηθού επισκόπου στη Μητρόπολη Μελενίκου, υπό τον τίτλο Δαφνουσίας, με ευθύνη τη διαποίμανση των χριστιανών της περιοχής Σιντικής της Μακεδονίας χωρίς τελικά να εκλεγεί.

Διετέλεσε τιτουλάριος επίσκοπος Αμφιπόλεως (1894-1899) και εγκατεστάθη στην αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως υπηρετώντας στη συνοικία Βλάγκα. Το 1898 εστάλη ως πατριαρχικός έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μακεδονία και ειδικώς στις ιερές μονές Αγίας Αναστασίας Βασιλικών Θεσσαλονίκης και Θεοτόκου Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, προκειμένου να φέρει την ειρήνευση στις εκεί μοναστικές αδελφότητες.

Μονής Θεοτόκου Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου.jpg

Άποψη της Μονής Θεοτόκου Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, όπου το 1898 ο τότε επίσκοπος Αμφιπόλεως Προκόπιος Λαζαρίδης εστάλη ως Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η δράση του ως Μητροπολίτης

Διετέλεσε Μητροπολίτης Δυρραχίου (1899-1906) όπου εργάστηκε με αφοσίωση για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου με ειδική μέριμνα για τη στήριξη των κρυπτοχριστιανών της περιοχής της Σπαθίας της Βορείου Ηπείρου. Ακόμη ως συνοδικός Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου έθεσε το θέμα εκλατινισμού των ορθοδόξων της Βοσνίας Ερζεγοβίνης με αφορμή την εκεί εκλογή νέου επισκόπου. Η Οθωμανική Διοίκηση θορυβημένη για τη δράση του προς τους κρυπτοχριστινούς ζήτησε και πέτυχε την απομάκρυνση του Προκοπίου από το Δυρράχιο. Ακολούθως εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας (1906-1911).

Το 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου, στη Μικρά Ασία, όπου ανέπτυξε πολύπτυχη δράση σε ποιμαντικό εθνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Συνέστησε νέες ελληνικές κοινότητες, ίδρυσε πολλά σχολεία και ανήγηρε ναούς. Προασπιζόμενος την ορθή χριστιανική πίστη, πρωτοστάτησε στην αναχαίτιση της προσπάθειας των Νεότουρκων να οργανώσουν τουρκο-ορθόδοξη «Εκκλησία», ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία χρησιμοποιούσε αποκλειστικά την τουρκική γλώσσα προς παραπλάνηση των πιστών. Για το σκοπό αυτό πίεζαν ιερείς να προσχωρήσουν σε αυτό το ”εκκλησιαστικό” μόρφωμα, το δε χριστιανικό ποίμνιο προσπαθούσαν να το παραπλανήσουν ή να το προσεταιρίσουν με τη βία. Ιδιαίτερα στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της Ανατολίας – στα βάθη της Μικράς Ασίας – είχαν εγκλωβίσει τους ορθοδόξους και τους υπέβαλλαν σε φοβερές κακώσεις ώστε να αποσκιρτήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αλλά απέτυχαν διότι οι χριστιανοί κατέστησαν τις δόλιες μεθοδεύσεις τους θνησιγενείς και το μόρφωμά τους ατροφικό, παραμένοντας σταθεροί στην ορθή πίστη έως και του μαρτυρίου. Τελικά, οι τουρκικές αρχές διέταξαν την εξορία του από το Ικόνιο και έτσι στις 20 Σεπτεμβρίου 1920, ο Προκόπιος, μαζί με τον επίσκοπο των Αρμενίων και πάνω από 200 ντόπιους μουσουλμάνους προύχοντες, φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι είχε δήθεν υποστηρίξει το αντικεμαλικό κίνημα του Μεχμέτ Ντελημπάς στο Ικόνιο.

Ο Προκόπιος ακολούθως εξορίστηκε στο Ερζερούμ από τον Οκτώβριο του 1920 έως τον Μάιο του 1922.

Μετά από τις αφόρητες ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες στις οποίες είχε υποβληθεί, παρέδωσε την ψυχή του απομονωμένος στη Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε κοντά στην Καισάρεια, στις 20 Απριλίου 1923.

Άγιος Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου, μαρτυρήσας το 1923.

Άγιος Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου, μαρτυρήσας το 1923.

Αγιοκατάταξη

Η αγιοκατάταξη του μάρτυρα Προκοπίου Μητροπολίτου Ικονίου καθώς και των μαρτύρων μητροπολιτών Χρυσοστόμου Σμύρνης, Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Ευθυμίου Ζήλων και των συν αυτοίς Μικρασιατών νεομαρτύρων, πραγματοποιήθηκε το 1992 από την Εκκλησία της Ελλάδος και η μνήμη τους τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (Σεπτέμβριος).

Τιμές στη μνήμη του

Προς τιμήν του υπάρχουν οδοί στη Θεσσαλονίκη, το Περιστέρι, τη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Ιωνία, τον Υμηττό και τα Ιωάννινα που φέρουν το όνομά του.

Αγιος Προκόπιος Ικονιου

Ο Άγιος Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου (+1923).

 

Πηγές:

 

  • Kiminas, Demetrius (2009). The ecumenical patriarchate : a history of its metropolitanates with annotated hierarch catalogs. San Bernardino, CA: Borgo Press, σελ. 100. ISBN 9781434458766.
  • Τσίρης, Θεόδωρος (2008). Η Προσφορά της Εκκλησίας και του Ιερού Κλήρου στη Μικρά Ασία 1912-1922. Thessaloniki: Aristotle University of Thessaloniki, Department of Theology.
  • Μπάκας, Ιωάννης (2003). Ο Ελληνισμός και η Μητροπολιτική περιφέρεια Μελενοίκου, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη
  • «Eκκλησιαστικά», ΑΑ, περ.Β ́,φ. 24 (30/29.5.1891).
  • Νομίδης, Χαράλαμπος-Περικλής (2016). Ο Άγιος Εθνοϊερομάρτυρας Μητροπολίτης Προκόπιος Ικονίου (1859-1923) και η δράση του στο Μελένικο και στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης. ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, Εταιρεία Μελέτης και Έρευνας της Ιστορίας των Σερρών (Ε.Μ.Ε.Ι.Σ).

 

Το παρόν άρθρο συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε αρχικά  στην wikipedia τον Φεβρουάριο του 2015‎ εμπλουτιζόμενο διαρκώς. Τον Μάρτιο του 2017 δημοσιεύθηκε και στο παρόν ιστολόγιο.

%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%ce%ba%ce%ac%ce%bb%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b1

Ελλήνων κάλαντα (δια χειρός Κωνσταντίνου Κουτούμπα: http://skiathosiconography.blogspot.gr)

Στην πανέμορφη ελληνική Σμύρνη πριν το 1922, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά αποτελούσε μια από τις επισημότητες σκόλες της χρονιάς με ιδιομορφία δραστηριότητας και χαρακτηριστικών εκδηλώσεων. Ας ζήσουμε για λιγο στη Σμύρνη τις άγιες τούτες μέρες…

«…Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη ολη η οικογένεια στο σμυρναϊκό σπιτι. Απο νωρίς το απογευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιων. Θα μεταλαβαίνανε του «Χριστού τη μέρα» που ξημέρωνε, γι’ αυτό ήπρεπε να γινει «ειδική καθαριότητα». «Σώμα και ψυχή», οπως έλεγε η μητέρα/ σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι/ κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ουλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε ολο το σαρανταήμερο, αλλα για τη μετάληψη έπρεπε να γινει «τρίμερο» με σκέτο νερόβραστο.

Αφου γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. «Τώρα και τάλλα σου χρέη», έλεγε σοβαρή – σοβαρή, «τα χρέη της ψυχής, οπως τάπαμε»/ Αυτά ητανε: – Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές/ το πατερ ημων και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα. Οταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη/ ερχότανε η σειράγια τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. «Πρώτα τον παππουλη και τη νενέ/ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια,/ αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Παντα, τις γιορτινές μερες, απο τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππουληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Οταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πανε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χιλιες ευκές με τρέμουλη απο τη συγκίνηση φωνη, για υγεία, προκοπή και προ παντων για γνώση.

Το ιδιο γινότανε κι αυτό απο τον πατέρα και τη μητέρα και οσους θειους και θειες βρισκόντουσαν κοντά. Ποτέ ομως δεν ξεχνούσανε τη νονά. Απο πολυ μικρά τα πήγαινε η μάνα τα παιδια στη νουνά, για να τα ευχηθεί τη μέρα που θα μεταλαβαίνανε. Σαν μεγαλώνανε πηγαίνανε προθυμα μόνα τους. Γιατι, η συγχώρευση της νουνάς, είχε μια ιδιαίτερη χαρά. Παντα μετά το χειροφίλημα και τις ευχές «να γίνουν καλοί Χριστιανοί», ήβαζε κάμποσα μεταλίκια στις τσέπες των βαφτισιμιών της, λέγοντας: «για να ανάψετε κερι αύριο που θα μεταλάβετε». Μετά τη μετάληψη η μητέρα είχε έτοιμο στο σπιτι, σ’ ένα ρακοποτηρο, μοσχάτο κρασί κι έδινε στα παιδια, να πιούνε μια γουλια/ «για να πάει η αγία κοινωνια κάτω»/ και συνάμα παρέγγελνε, οσο πειστικα μπορούσε: «Προσέξτε παιδια, να μη φτύστε καθόλου σήμερα/ να μη χτυπήστε και ματώστε/ και προ πάντων/ να μη πειτε ασκημο λογο/ προσέξτε! έχετεμεταλάβει μη το ξεχάστε!» Οι μέρες απο τα Χριστουγέννα ισαμε τον Αγιο Βασίλη ητανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στην αξέχαστη πατρίδα. Τα σκολειά κλειστά και τα σπιτια ολο ετοιμασίες.
smyrna
Οι νοικοκυράδες μπαινοβγαίνανε φουριόζες κι ολο μουρμουρίζανε για τα παιδιά, που μπερδεύανε μέσα στα ποδάρια τους και δεν περνούσε μέρα που να μη τα καταχερίσουνε. Μα ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα παντα ηταν εντάξει. Τα σπιτια «πετούσαν» απο πάστρα και μοσκοβολουσαν κανέλλα και καριοφύλλι, περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο. Ούλα τα πατροπαράδοτα αντέτια, ήπρεπε να γινουν οπως τα βρήκανε απο τσι γονιοί τους. Πρωί – πρωί ξεκινούσε ολη η οικογένεια, με τα κατάκαλά τους, να πανε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης κρατούσε στην τζέπη του το ροδι, που θα σπούσε στην πορτα του σπιτιού σαν θα γυρνούσαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια, όπως λεγανε. Μετά απ’ αυτό ήπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σ’ ολη τη φαμίλια του «καλη χρονιά», φιλωντας έναν – εναν σταυρωτά. Σαν τέλειωναν οι ευχές, ολη η φαμίλια καθότανε με τάξη γύρω στο αηβασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε αμεσως το θυμιατό, και θυμιαζε με μοσκολιβανο, πρώτα την πίττα και μετά έναν – έναν κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο πατέρας ήκοβε την βασιλιόπιττα με την ιδια κάθε χρόνο σειρά:

Το πρώτο κομμάτι του Χριστού,/ της Παρθένου/ και μετά κατά ηλικία, αρχίζοντας απο τους παπουλήδες. Το νόμισμα ήτανε παντα μεταλλίκι χρυσό και σ’ εκείνον που θάπεφτε θάφερνε μεγάλο γουρι. Πολλες φορές τύχαινε, την ώρα που κόβανε την πιττα, να έρθουν τα παιδια του μαχαλά να τα πούνε. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη και το ντουμπελέκι κρατούσε το ισιο.Οι παιδικές φωνές συμπληρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα:

Αρχή μηνια κι αρχή χρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο τραγουδούσαν τα παιδόπουλα, μα τόνιζαν ιδιαίτερα τις ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού: χρόνια πολλά να ζήσει, ποντάροντας σ’ ένα καλύτερο μπαξίσι. Δεν πρόφταινε καλά – καλά να τελειώσει το κόψιμο της πιττας/ και το μοίρασμα των μπουναμάδων/ κι αρχίζανε να καταφτάνουν τα πρώτα βίζιτα./ Παλιό αντένι κι αυτό. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, συγγενείς και φίλοι/ μονο άντρες/ ανταλάανε βίζιτα για να ευχηθούν «τα έτη πολλά».Ακόμη και άγνωστοι μπαίνανε απο μέσα, για να πουνε τις ευχές τους. Οι πόρτες του σμυρναίικου σπιτιού, ούλη μέρα της Πρωτοχρονιάς εμεναν ανοιχτές, για ολο τον κόσμο. Μονοι οι γιατροί,/ σαν γιατροί/ πηγαίνανε/ τη χρονιάρα μέρα/ στα σπιτια. Και ανάγκη να ήτανε αποφεύγανε να τους καλέσουνε. Ολοι οι επισκέπτες ήπρεπε να σερβιριστούν απο το μεγάλο τραπέζι της σάλας, που ηταν ανοιγμένο περα για πέρα. Στρωμενο με το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο, απο τα προυκιά της νοικοκυράς, με κεντημένα στη μέση τα ψημια της. Ολα τα καλά του Θεού βρισκόντουσαν, για το καλό της χρονιας, απανω σε εκείνο το τραπεζι. Βαλμένα με τάξη στα καλά σερβίτσια, που φύλαγαν για τις χρονιάρες μέρες.

XristougennaSmyrnis.jpg

Μεσ’ τη μεση η μεγάλη φρουτιέρα με το «Χριστό». Ετσι λέγανε τη μέρα εκεινη τα λογιών – λογιών ξερά φρούτα. Σωστό φρουτατζίδικο ητανε ο λεγόμενος «Χριστός». Τίποτα δεν έλειπε. Και τι δεν είχε σε κεινη την πελώρια κρυστάλινη φρουτιέρα. Ο,τι ήθελες και τραβούσε η όρεξή σου. Δαμάσκηνα, φουντούκια, τζίτζιφα, κουκουνάρια, σουλτανιές σταφίδες, μύγδαλα, καρύδια, ως και κουντουρούδια. Μα ποτέ δεν ήλιπε το μανα τ’ ουρανού. Ούλα αυτά στολισμένα με πρασινάδες και ου, δείχνανε πραγματικά την ευλογία του Χριστού. Ασε πια εκεινα που είχανε φτιάξει τα άξια χέρια της νοικοκυράς. Μια στοιβα σεκέρ λουκούμια/ πασπαλισμένα με άχνη/ μοιάζανε με χιονισμένο βουνό. Δίπλα τα φοινίκια ποτισμένα στο μέλι. Βασιλοπιττάκια λογιών λογιών. Αστρουλάκια καρδίτσες, αετουδάκια, ολα με το καρεφυλάκι στη μέση που μοσκομυρίζανε και θρούσανε μολις τάβαζες στο στόμα. Μα στην πρώτη γραμμή, απ’ ολα τα κατασκευάσματα ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ουλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα απο τσ’ άλλης την πιττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει / απαραίτητα/ ο δικέφαλος αετός και γύρω – γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών – λογιών πλουμιά. Αστρα, πουλουδάκια και ο,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.

Αυτά ητανε αντέτια που τα κρατούσανε, ανάλογα, ολα τα σπιτικά της Σμύρνης, πλούσια και φτωχά. Οι νοικοκυρές δεχόντουσαν τα βίζιτα στολισμένες με ούλα τα καλά τους/ για να τιμήσουν τους αντρες τους/ και να φανεί η αγάπη που τους εχουν. Μεγάλη τιμή για τη νοικοκυρά ηταν/ τα βίζιτα να πάρουν απ’ ούλα τα καλούδια που είχε φτιαξει και να τα παινέψουν. Το σμυρναιϊκο σπιτι ηταν φιλόξενο και οι Σμυρνιές τόχανε καμάρι να ρετσιβάρουν τους μουσαφιραίους. Τα φαγιά τους ητανε μιλημένα. Ο χριστουγεννιάτικος διανος ηθελε ολόκληρη επιστήμη για να γινει οπως πρέπει. Παραγεμισμενος με καβουρντισμένο κυγμά με ψιλό – ψιλό κρεμμυδάκι, και ξεροψημένα κάστανα στη χόβολη του μαγκαλιού. Μπόλκο μαύρο πιπερι και κουκουναράκια. Ροδοκοκκινισμένος και γαρνιρισμένος με ολόκληρες πατετούλες, άνοιγε σ’ ολους την όρεξη. Ολα τα φαγια που ψήνανε οι Σμυρνιές νοικοκυράδες ητανε σωστός πειρασμός. Οποιος έτυχε να φάει το στιφάδο τους, ποτέ δεν το ξεχνά. Με μπολικα ολόκληρα κρεμμυδάκια και ολων των λογιών τα μπαχαρικά μέσα. Το κρέας, όμως, ήπρεπε νάναι γουρουνίσιο ή αγριογούρουνο, άμα ητανε η εποχή του. Αμ οι γιαπρακιένιες ντολμάδες με κιμα ή γιαλαντσί, τι σου λενε! ‘Η το ατζέμ πιλάφι πούμενε κουκι – κουκί, ακομη και την άλλη μέρα. Ασε πια τα σουτζουκάκια! με το σκορδάκι και το μπολικο κίμινο, που μύριζαν δυο μαχαλάδες πέρα.  Στα γλυκίσματα και τα ρετσέλια πια, δεν τις έφτανε κανείς. Σαν έτρωγες απ’ αυτά, ηταν να γλύφεις και τα δάχτυλά σου, που λέει ο λόγος…

Οι γυναίκες στη Σμύρνη, δεχοντουσαν μόνο ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και κανανε τα βίζιτά τους  (τις επισκέψεις τους) την άλλη μέρα ή την παραπανω. Σκέτο «γυναικείο» οταν το λέγανε. Στα βιζιτα αυτά πια, γινούτανε και το «μορστράρισμα» των μποναμάδων. Ο,τι ήθελε να τους δωρήσουν την Πρωτοχρονιά, ήπρεπε να το φορέσουν στο βιζιτο εκεινο. Προ πάντων οι παντρεμένες και αρραβωνιασμένες. Ο,τι χρυσαφικό παίρνανε απο τσι άντρες τους και αρραβωνιαστικούς, για  καμάρι το βάζανε κι ας είχαν άλλα τόσα. Κι ήβλεπες μάτια μου χρυσαφικά/ σαν να βρισκόσουνα στα κουγιουμτζίδικα του καπαλι τσαρσιού. Κορδόνια, μακριά και κοντά και Κωσταντινάτα. Μαλαματένια βραχιόλια, λογιών – λογιών. Στριφτα, μάπες ή βέργες. Σκουλαρίκια καφασωτά που λαμποκοπουσανε. Δαχτυλίδια μονόπετρα με διαμάντια σα ρεβύθι. Στα καρέ τους φιγουράρανε ρέστες – ρέστες τα μαργαριτάρια. Πολλές φορές ανακατωμένες με αληθινά κοράλια. Καταστόλιστες ξεκινούσαν για τα βίζιτα οι Σμυρνιές της καλής τάξης οπως τις λεγανε, με τα πιο καλά τους λούσα και στολιδια. Μπουάδες, μανσόν και παπούτσι λουστρίνι καϊκάκι να τρίζει. Απαραίτητο ομως ηταν το καπελλο με φτερό. Κορδωμένες στα αστραφτερά «λαντώ», κάνανε πιο πρωτοχρονιατικο αντέτι στα συγγενικά και φιλικά σπιτια…
Ας μη κόψουμε τα αόρατα νήματα που μας δένουν με τις αλησμονητες πατρίδες μας και που δεν ειναι άλλα απο τις μνήμες/ εστω και θολωμένες…

mikrasia

Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων στην αγαπημένη μας πατρίδα τη Μικρά Ασία

Όπως σε όλη τη Μικρασιατική Ελλάδα έτσι και στην Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, το σημερινό Κιόστε, το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων γιορταζόταν με χαρές, τραγούδια και ξεφαντώματα, πιο πολύ γιατί όλοι οι ταξιδεμένοι ήταν στο χωριό.

Παρέες παιδιών τη παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ και όχι το πρωί όπως γίνεται σήμερα , κρατώντας πολύχρωμα , φωτεινά φαναράκια ξεχύνονταν στους γιορτινούς δρόμους για να πουν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια το «Καλήν Εσπέραν άρχοντες» που ήταν και στους στίχους και στη μουσική ίδια όπως τα λέμε σήμερα.

Η μέρα όμως που τα παιδιά πραγματικά ξεχνιόνταν στους δρόμους ήταν το βράδυ της παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τότε που γύριζαν όλο το χωριό, σπίτια και μαγαζιά κρατώντας στα χεράκια τους τραμπούκες και βαποράκια. Μέρες ολόκληρες ετοίμαζαν τα βαπόρια τους και τα αρματώνανε. Ήταν καταστόλιστα με πολύχρωμα, φωτεινά φαναράκια και χάρτινα φουντάκια. Έμοιαζαν με εξωτικά βαπόρια. Μερικα παιδιά είχαν την υπομονή και αντί βαπόρια έκαναν εκκλησίες χάρτινες που έμοιαζαν στην Αγία Σοφιά. Ήταν μεγάλη χαρά να τις βλέπει κανείς φωτισμένες εσωτερικά καθώς έμοιαζαν παραμυθένιες. Τραγουδούσαν τον Άγιο Βασίλη όπως τραγουδιέται και σήμερα σε στίχους 16 σύλλαβους και 15 σύλλαβους Ιαμβικού μέτρου και σε στίχο και σε μουσική. Επίσης μπορεί να τραγουδούσαν και έναν άλλο Αγιο Βασιλη Τσεσμελήδικο με στίχους 15 συλλαβους αλλα μουσική ίδια με τα καλαντα των Χριστουγεννων.

Τα φιλοδωρήματα ήταν αρκετά και πάντοτε σε χρήμα. Τη νύχτα της παραμονής οι νοικοκυρες αφηναν γλυκίσματα και νερό για να κατέβει ο Αγιος Βασιλης και να φάει. Η συνήθεια αυτή, υποστηριζαν οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής, συνδεόταν με τη λατρεια των νεκρων συγγενών τους κατά την αρχαιότητα και τα μειλίγματα, τις ιλαστήριες θυσιες των Αρχαιων Ελληνων. Δεν ξεχναμε την υψηλη μόρφωση των Μικρασιατών, ωστε να ειναι σε θεση να γνωριζουν αυτη τη λεπτομερεια. Μετα τη Μικρασιατική Καταστροφη οι Έλληνες Μικρασιάτες ως πρόσφυγες πλέον μετέφεραν το έθιμο αυτό το οποίο διατηρείται έως σήμερα.

(της Βούλας Σαριντζιώτη, προέδρου Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Αττικής)

mikrasia

Κάλαντα Σμύρνης

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων.

Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα,
κεράμ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία,
έχεις και κόρην έμορφη που δεν έχει ιστορία.

Μηδέ στην πόλη βρίσκεσαι μηδέ στην Καισαρεία,
έχεις και γιον στα γράμματα, υγιόν και στο ψαλτήρι,
να τον ‘ξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι.

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Καππαδοκίας

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει κι η φύσις όλη.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.
Και επληρώθη το ρηθέν, προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου.
Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει
παραμυθήν ουκ ήθελεν, ότι αυτά ουκ έχει.
Ιδού όπως σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού, γέννησιν την αγίαν.
Χρόνους πολλούς να χαίρεσθε, πάντα ευτυχισμένοι
σωματικώς και ψυχικώς να είσθε πλουτισμένοι.

rh_karanlik

Η Γέννησις. Τοιχογραφία από τη Σκοτεινή Εκκλησία στην Καππαδοκία.

Κάλαντα Ανατολικής Θράκης

Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στα παλικάρια.

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες, η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.

Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε, τους αρχαγγέλους , τους ιεράρχες.

-Σεις αρχάγγελοι και ιεράρχες, στη Σμύρνη πηγαίνετε , μαμές να φέρτε.

Άγια Μαρίνα, άγια Κατερίνα, στη Σμύρνη πάνε , μαμές να φέρουν.

Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν, η Παναγιά μας ελυτρώθη.

Στην κούνια το ΄βαλαν και το κουνούσαν, και το κουνούσαν , το τραγουδούσαν.

Σαν ήλιος λάμπει ,σα νιο φεγγάρι, σα νιο φεγγάρι, το παλικάρι.

Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη, με τα καλά του, με τα παιδιά του, με την καλή τη νοικοκυρά του.

mikrasia

Διαβάστε επίσης:

Ορθόδοξο και βυζαντινό το χριστουγεννιάτικο δέντρο

Μαρία Κληματσίδα : πρότυπο εκπαιδευτικού και παιδαγωγού

Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές! 
Κι ότι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου, 
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου! 
Χτισ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ! 

Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει, 
Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωµένη. 
Θέµελα βάλε τώρα πιο βαθειά, 
Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει. 

Σκάψε βαθειά. Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει; 
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί 
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη, 
Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι …

Κωστής Παλαμάς (»Στον Δάσκαλο»)

__________

επιμέλεια: Γιώργος Καζάνας

 

Η φιλόλογος Μαρία Κληματσίδα αποτέλεσε μια Καθηγήτρια-σύμβολο στη σχολική ζωή πολλών μαθητών της πόλης της Θεσσαλονίκης. Στο 16ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, στην ιστορική περιοχή της Ξηροκρήνης όπου και διέμενε, ανάλωνε όλες τις δυνάμεις της για την καλλιέργεια των μαθητών που είχε υπό τη διδασκαλική της μέριμνα. Γνωρίζοντας τη θεμελιώδη σημασία της ανάπτυξης του πνεύματος των μαθητών σε στέρεες βάσεις αξιών, στο μεταίχμιο της μετάβασης από την παιδική στην εφηβική ηλικία, εξέφραζε λόγω και έργω συνεχή αγωνία και αγώνα για τη μάθηση και την προετοιμασία των μαθητών – μελλοντικών πολιτών. Η δωρική μορφή και ο πάντοτε μεστός και τεκμηριωμένος λόγος, αποτελούσαν το δίπολο που προσωποποιούσε το ήθος, την ευγένεια και τις γνώσεις της.

Μαρία Κληματσίδα : πρότυπο εκπαιδευτικού και παιδαγωγού

Η Μαρία Κληματσίδα γεννήθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1946 στο Αξιοχώρι του νομού Κιλκίς, εκεί όπου βρισκόταν η αρχαία μακεδονική πόλη Αμυδών, η ομηρική πρωτεύουσα της αρχαίας Παιονίας. Ήταν το τρίτο παιδί των Αποστόλου και Κοκκώνης Κληματσίδα. Τα άλλα δύο της αδέρφια ήταν ο Νικόλαος και ο Χρήστος. Από μικρή έδειξε τη θερμή της αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και τη χριστιανική πίστη. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Αξιοχωρίου ενώ αποφοίτησε από το εννιατάξιο Γυμνάσιο στο Πρόχωμα Θεσσαλονίκης. Είχε όμως ταυτόχρονα μαθητεύσει στον ευαγγελικό λόγο μέσα από τη λειτουργική ζωή, έχοντας ως πρότυπο τον πατέρα της, όπως η ίδια τόνιζε. Έπειτα έρχεται η επιτυχία της εισαγωγής της στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η φοίτησή της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο αποτέλεσε μια σημαντική περίοδο στη ζωή της, η οποία διαμόρφωσε τον τελικό της χαρακτήρα. Μετά τη λήψη του πτυχίου εισέρχεται αμέσως στον στίβο της μάχιμης εκπαίδευσης και εργάζεται σε ιδιωτικό Γυμνάσιο της Φλώρινας ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά, διορίζεται στο δημόσιο Γυμνάσιο στην ίδια πόλη. Κατά τη δεκαετία του 1980 εργάζεται στο Γυμνάσιο του Κατσικόπουλου στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Ακολούθως δίδαξε στο 4ο Γυμνάσιο και τελικά στο 16ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, τον εκπαιδευτικό αμπελώνα όπου ευόρκως και αόκνως εργάστηκε ως αυθεντική λειτουργός της Παιδείας κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της.

Ισχυρή ενθύμηση για τους μαθητές της αποτελεί η πρώτη ημέρα μαθήματος στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου, ημέρα υποδοχής των νέων μαθητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, που αποτέλεσε ένα ορόσημο, κατά το οποίο η σεβαστή φιλόλογος εξέφρασε λακωνικά την ειρηνική πνευματική της διακήρυξη, ήτοι το πανόραμα αξιών, συμπεριφορών και μαθημάτων του σχολείου: Σεβασμός στα πρόσωπα και την υποδομή, τακτικότητα στη μελέτη και την αισθητική, καλλιέργεια λόγου και πνεύματος.

Μαρία Κληματσίδα : πρότυπο εκπαιδευτικού και παιδαγωγού

Στα μαθήματα που δίδασκε έδινε το μοναδικό προσωπικό της στίγμα, που αποτελούσε ανεξίτηλο οδοδείκτη ζωής για τους μαθητές αλλά και πρότυπο διαδασκαλίας για συναδέλφους της. Σταχυολογούμε εδώ ενδεικτικά μερικές πτυχές της διδασκαλίας της : οι παραστατικές περιγραφές της Οδύσσειας και της Ιλιάδας, η επιμελής ανάλυση των λογοτεχνικών κειμένων ταυτόχρονα με την ανάδειξη των διδαγμάτων που ως απόσταγμα προσέφερε αλλά και η συστηματική διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας με ιδιαίτερη μεταδοτικότητα.

Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη: Το περίτεχνο και καλλιεργημένο πνεύμα της δεν μπορούσε παρά να αποκαλύπτεται λαμπρό σε κάθε παραίνεση και πράξη της. Ανάμεσα στο πλήθος αυτών καταγράφουμε την έντονη κοινωνική της συνείδηση με πράξεις στήριξης εμπερίστατων προσώπων, το αμιγές εθνικό δημοκρατικό της φρόνημα και την άδολη πρωτοχριστιανικού ήθους αγάπη της. Η ετήσια δράση που καθιέρωσε με αγορά τετραδίων και σχολικών για κοινωφελείς σκοπούς από καθηγητές και μαθητές  αποτελεί ένα μόνο ελάχιστο τμήμα του πλέγματος της φιλάνθρωπης δράσης της, το σύνολο της οποίας Κύριος μόνον οίδε.

Όσον αφορά τα θέματα ιστορίας, η ανυπόκριτη και αυθόρμητη απάντησή της σε σχετικό ερώτημα μαθητή της, συμπυκνώνει όλο της το υψηλό ήθος: «Θα σκεφτόσασταν σε αντίστοιχη περίσταση να συνδράμετε τη χώρα όπως οι γυναίκες του ’40;» και η αφοπλιστική απάντηση «Αναμφισβήτητα, καθώς η πατρίδα θα το ζητούσε». Έτερο στοιχείο που αξίζει να αναδειχθεί είναι το γεγονός πως της προτάθηκε επανειλημμένως να αναλάβει τη διεύθυνση της σχολικής μονάδας αλλά πίστευε και το εξέφραζε πάντα ότι η προσφορά της από τη θέση που κατείχε ήταν αρκετή. Από προφορικά σπαράγματα μνήμης, που διασώθηκαν από μαθητές της, καταγράφουμε τους εξής παραμυθητικούς (παρηγορητικούς) λόγους της: «να μη φοβόμαστε αλλά να χαιρόμαστε διότι όπως σε κάθε εποχή έτσι και σήμερα υπάρχουν άγιοι και κυκλοφορούν ανάμεσά μας» όπως επίσης «Να μην ξεχνάμε πως ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος και ο θάνατος ένας μεγάλος ύπνος». Δεν πρέπει να παραληφθεί το αφιέρωμα που πραγματοποιούσε λιτά εντός της σχολικής αίθουσας για τον Μακεδονικό Αγώνα, διαβάζοντας η ίδια το γράμμα του Παύλου Μελά προς τη σύζυγό του Ναταλία. Η αξία της οικογένειας, η συζυγική αγάπη, η θυσιαστικότητα για τον συνάθρωπο ήταν μερικά από τα ιδανικά που πήγαζαν μέσω των αναφορών της στην ιστορική αυτή αλληλογραφία. Κατ΄ έτος διοργάνωνε και την εορτή της 28ης Οκτωβρίου με εργώδεις προσπάθειες, ώστε οι μαθητές να αντιληφθούν τη σημασία της επετείου και να αποδώσουν βιωματικά και με ορθή τεχνική τα επίκαιρα ιστορικά κείμενα. Σεφέρης, Ελύτης, Βέμπο, μορφές που αγαπούσε και αναδείκνυε. Η επιλογή των μαθητών που λάμβαναν μέρος γινόταν με το οξυμένο της αισθητήριο, διακρίνοντας ποιός μαθητής είχε συναίσθηση και παρουσία ώστε να αξιοποιούνται τα ενδιαφέροντα και τα ταλέντα του κάθε προσώπου ξεχωριστά.

16ο Γυμνάσιο 16ο Λύκειο

16ο Γυμνάσιο-Λύκειο Θεσσαλονίκης

Παροιμιώδη έμειναν τα πραγματικά σαρωτικά διαγωνίσματα που έθετε και τα οποία κάλυπταν όλο το εύρος της εξεταζόμενης ύλης, καταδεικνύοντας αφενός μεν την εκπαιδευτική της εμπειρία αφετέρου δε τον ζήλο της για εντοπισμό και θεραπεία των αδυναμιών των μαθητών, με σεβασμό στις δυνατότητες και τις ιδιαίτερες κλίσεις του καθενός.

Ως απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απέδιδε με κάθε αφορμή τον προσήκοντα σεβασμό στους Καθηγητές που διαμόρφωσαν τη σκέψη της αλλά και σε καθαυτόν το θεσμό του Πανεπιστημίου ως αστείρευτη πηγή παιδείας και χώρο πνευματικής άνθησης και ολοκλήρωσης για κάθε έναν που εισέρχεται με συναίσθηση να φοιτήσει σε αυτό. Ακόμη ενθυμούμαστε, πολλοί εκ των μαθητών της, την παρουσία της κατά τις εκάστοτε εκπαιδευτικές εκδρομές του Γυμνασίου μας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τον τρόπο που προσέγγιζε τον χώρο, τη διακριτική της παρουσία αλλά και τη χαρά της για τη γνωριμία των δυνάμει – στο μέλλον -φοιτητών με το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα που γαλούχησε και την ίδια.

Στο 16ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της, στις 16 Νοεμβρίου 2008. Δασκάλα με όλη τη σημασία της λέξης. Ένας άνθρωπος του Θεού στη γη που μόνη της μέριμνα αποτελούσε το ενδιαφέρον ώστε τα παιδιά της, οι μαθητές της, να γίνουν συνειδητοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Αυτές οι λίγες σκέψεις για το πρόσωπο της Μαρίας Κληματσίδα* καταγράφηκαν εδώ ως αντίδοτο λήθης και ευλαβικό θυμίαμα αντιπελάργωσης από έναν μαθητή της, συνοδευόμενες από βιογραφικά στοιχεία που από διακριτικότητα αποσιωπήθηκαν από την ίδια και μετά την κοίμησή της ευγενώς παραχωρήθηκαν από τους κατά σάρκα και πνεύμα συγγενείς της Διδασκαλίσσης μας.

Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαιο νομισμα κουκουβαγια

[*] Η ίδια η Μαρία Κληματσίδα επεσήμανε πως το επώνυμό της δεν κλίνεται και συνεπώς δεν λαμβάνει τελικό σίγμα, όπως και όλα τα θηλυκά επώνυμα. Έτσι στη γενική είναι: της Κληματσίδα. Επιθυμίας της άλλωστε ήταν να γράφουμε και να μιλούμε ορθά Ελληνικά.

Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν ὀρφανούς.

Γιῶργος Σεφέρης (῾Η τελευταία μέρα)

 

Ευχαριστούμε θερμά τον ανηψιό της μακαριστής Μαρίας Κληματσίδα, δημοσιογράφο κ. Θανάση Κληματσίδα, για την ευγενή παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού και των βιογραφικών της στοιχείων για το παρόν αφιέρωμα.

16ο Ξηροκρήνη Θεσσαλονίκης

16ο Γυμνάσιο – Λύκειο Θεσσαλονίκης, 12ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης

 

georgios_neapolitis

Ανεβαίνοντας κάποιος στη συνοικία του Περισσού αρχίζει να διακρίνει ομοιόμορφες προσφυγικές κατοικίες. Ο τόπος έχει δυναμική διαφορετική. Σα βγει κανείς ν’ αγναντέψει αυτή την ομοιομορφία των παλιών κατοικιών, που πλέον στα μάτια κάποιου απλού παρατηρητή θα φαίνονταν ακόμη και γραφικές, κλείνει τα μάτια και μεταφέρεται -όχι σε χρόνους τόσο παλιούς- σχεδόν ενενήντα χρόνια πίσω. Γη ακατοίκητη που δόθηκε ως λύση στη προσφυγιά των Ελλήνων της Ανατολής για να γίνει νέα τους πατρίδα. Ο τόπος ξένος αλλά η πατρίδα, πατρίδα. Ήξεραν, οι ευλογημένοι, ότι πατρίδα δεν είναι η γη, ούτε οι περιουσίες, ούτε τα σπίτια, ούτε και τα υποστατικά. Πατρίδα είναι η καρδιά κι ό, τι την ξεχωρίζει κι ανθρώπινη την κάνει. Πατρίδα είναι το Πνεύμα μας, το φύσημα του Θεού και τα βιώματα που ζυμώνουν τον άνθρωπο απ’ την στιγμή της δημιουργίας του. Πατρίδα είναι η Αλήθεια μας.

Αγιος Γεωργιος Νεαπολιτης ιερομάρτυρας

Ο Άγιος νέος ιερομάρτυρας Γεώργιος ο Νεαπολίτης (εκ Νεαπόλεως Μικράς Ασίας – 1797).

Οι Μικρασιάτες είχαν Πνεύμα. Πατρίδα των προσφύγων, τότε, ήταν πάνω απ’ όλα η ουράνια πατρίδα των πατέρων απ’ τη Μικρασία, ήτανε η Θεία Λειτουργία. Κι όποιος γυρίσει και πει ότι τάχα αυτός ο λόγος εκφέρεται τέτοιος γιατί τονε γράφουνε παπαδικά χέρια, ας δει όχι απλώς πτυχές της ζωής των Μικρασιατών αλλά σύγκορμη τη ζωή τους: τα τραγούδια και τους θρήνους, τους χορούς -που δε κοιτούν ν’ απομακρύνουν τον άνθρωπο και να κρύψουν τη χαρά του προσώπου του αλλά στυλώνονται στη συμπόρευση σωμάτων και συναισθημάτων. Ας δούμε τσ’ Αγίους που ήσανε παρόντες μες την κοινωνία: συναυλίζονταν με τον λαό και συνομιλούσαν. Ο λαός ζητούσε ευχή συγχωρητική σε κάθε αρχή, σε κάθε έργο. Τους ήξεραν τους Αγίους οι Μικρασιάτες, τους είχαν ζήσει -ένα με το πετσί τους- Άγιοι Νεομάρτυρες κατοικούσαν στις ίδιες γειτονιές μ’ αυτούς. Την Αγιότητα, τηνε ζούσαν: δε φάνταζε ούτε σα θρύλος, ούτε σαν παραμύθι.

Άγιος Γεώργιος Νεαπολίτης

Αν πάει κανείς στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου, στο οποίο αναπαύονται παλαιοί Νεαπολίτες πρόσφυγες, θα δει νεκρούς που τους παππούδες τους είχε βαφτίσει ο Άη Γιώργης ο Νεαπολίτης. Σε κάθε ναό της Μητρόπολης ψάλλεται σήμερα το απολυτίκιό του. Αυτός γυρνά στους δρόμους και ευλογεί, αρχίζοντας από τον Περισσό, απ΄ το ναό του Αγίου Ευσταθίου, στον οποίο βρίσκεται το άχραντο λείψανό του και ευλογεί τις γειτονιές και τα άγχη των παιδιών του. Τα ονόματα των δρόμων δεν του είναι ξένα. Είναι παρμένα απ’ τις άγιες πατρίδες της Ανατολής που μεταμόρφωσαν σε νέες πατρίδες τα προάστια των Αθηνών. Θωρεί ο Άγιος απ’ τις ελιές και τα χώματα, όσα έμειναν στη Ν. Ιωνία αλλά και τις πολυκατοικίες, τις εργατικές κατοικίες. Θωρεί ακόμα τις ξύλινες παράγκες που γίνανε περίλαμπρες εκκλησιές για να δοξάζεται το όνομα τ’ αφέντη του κι αφέντη μας, Χριστού.

Η Εκκλησία είναι η Πατρίδα μας κι ο Άη Γιώργης ευλογεί τα έργα των χεριών που δε λογαριάζουν την Αγάπη με αριθμούς, διακονώντας τον πάσχοντα αδελφό ανεξαίρετα κι ομολογώντας ως μόνο Κύριο τον Ιησού Χριστό. Βλέπει ο Άγιος, ο Νεαπολίτης, τις ενορίες της Μητροπόλεως που προστατεύει, περπατά μαζί μας κι απ’ τον ουρανό μας ευλογεί, συναινεί στην Αγάπη. Ξέρουν καλά οι Μικρασιάτες ότι δεν κάνουν το “καλό” επειδή λυπούνται τον πάσχοντα αλλά επειδή στο πρόσωπό του βλέπουν το δικό τους, στο πρόσωπό του βλέπουν τον Χριστό που πάνω απ’ όλα αγαπούν. Πώς να μισήσουν τώρα και ν’ αρνηθούν την Αγάπη όταν κάποτε τόσο πολύ μισήθηκαν;

Σήμερα, 3 Νοεμβρίου, η γειτονιά εκείνη με τα προσφυγικά σπίτια, θα λάμψει όταν ο Επίσκοπος κι ο κλήρος του σηκώσουν στα χέρια το άχραντο λείψανο του Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτου, τελώντας πομπή λιτανευτική με πρωτοπανηγυριστή τον ένδοξο Μάρτυρα του Χριστού, τον Καλογερόπαπα, τον Άη Γιώργη τον Νεαπολίτη. Κάθε λιτανεία είναι μια ηρωική έξοδος, ένας γύρος θριάμβου, όχι σαν του αυτοκράτορα της Ρώμης, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά πομπή επίδειξης δύναμης κοσμικής. Οι λιτανείες των Ορθοδόξων είναι έξοδοι της Δόξας του Βασιλέως, ομολογία της Βασιλείας των Ουρανών στο κόσμο, ομολογία της Άνω Ιερουσαλήμ, της ουράνιας πατρίδας, μέτοικος της οποίας ο Νεαπόλεως γόνος, ο Μάρτυρας Γεώργιος και Όσιος μαζί. Αυτή είναι η Πατρίδα μας, η Δόξα της Εκκλησίας. Σε κάθε πομπή πρώτος πάει ο Σταυρός. Χωρίς αγώνα, Ανάσταση πώς θα ‘ρθει; Χωρίς Σταυρό, καμία Δόξα.

Άγιε Γεώργιε, για τον αγώνα μας μη παύσεις στον Χριστό πάντοτε να πρεσβεύεις!

Ιάσων Ιερομ.

Αγιος Γεωργιος Νεαπολιτης

Ο Άγιος νέος ιερομάρτυρας Γεώργιος ο Νεαπολίτης (εκ Νεαπόλεως Μικράς Ασίας – μαρτυρήσας το έτος 1797).

ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΟΥ ΕΚ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Τῇ τρίτῃ τοῦ μηνός Νοεμβρίου μνήμη τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Γεωρ­γίου τοῦ Νεαπολίτου.

Γεώργιος ὁ ἅγιος Πατήρ ἡμῶν καί νέος Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἱερέων ἡ κοσμιότης και τῶν Μαρτύρων ὁ ἰσοστάσιος, διέπρεψεν κατά τόν 18οαἰώνα εἰς Νεάπολιν, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἥτις τουρκιστί λέγεται «Νέβ Σεχίρ», ἐφημερεύων εἰς τον ἐκεῖσε Ἱερόν Ναόν τῆς Κοιμή­σε­ως τῆς Θεοτόκου. Κατά το ἔτος 1797 προσεκλήθη ὑπό τοῦ χωρίου Μαλακοπή, ἀπέχοντος ἕξ ὥρας, διά να ὑπάγῃ και ἱερουργήσῃ ἐκεῖ, εἴς τινα μεγάλην ἑορτήν και ἁγιάσῃ τούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Ἐδέχθη εὐχαρίστως ὁ θεῖος Γεώργιος την πρόσκλησιν τῶν ἐν Μαλακοπῇ ἀδελφῶν Χριστιανῶν και ἀναβάς ἐπί ὄνου, διότι ἦτο γέρων καί καχεκτικός, ἐπορεύε­το πρόθυμος την ὁδόν. Ἀλλ’ αἴφνης, ἐνῷ ἐπλησίαζε προς την Μαλα­κοπήν, ἐνεφανίσθησαν πρό αὐτοῦ Τοῦρκοι ποιμένες λίαν ἐξηγριω­μέ­νοι, οἵτινες ἐπιπεσόντες μετά μανίας κατά τοῦ πραοτάτου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἐλήστευσαν αὐτόν και ἐγύμνωσαν καί τέλος ἐφόνευσαν, ἀποκόψαντες την τιμίαν αὐτοῦ κεφαλήν, το δε λείψανον, γυμνόν και καθῃμαγμένον, ἀπέρριψαν εἰς παρακείμενην φάραγγαν, ὁμοῦ μετά τῆς κεφαλῆς.

Οἱ Χρι­στιανοί μετά τέσσαρας ἡμέρας ἀνεῦρον το τίμιον λείψανον και ἐκή­δευ­σαν αὐτό εἰς τόν τόπον τῆς εὑρέσεως. Παρελθόντος καιροῦ ὁ ἅγιος ἐνε­φα­νί­σθη ἐν ὁράματι εἴς τινα γυναῖκα εὐλαβῆ, εἰς την ὁποίαν διηγήθη τό τί ἔπαθε και ἐνετείλατο αὐτήν ἵνα μεταβῇ ἡ Δημογεροντία εἰς τόν τόπον τοῦ προχείρου τάφου του. Οἱ εὐσεβεῖς Νεαπολῖται ἔσπευσαν πάραυτα καί με­τέ­φεραν το τίμιον λείψανον εἰς Νεάπολιν, ὅπου ἔγινεν αἰτία διά πολλάς θεραπείας και ἰάσεις και ἄλλα θαύματα. Κατά την ἀνταλλαγήν τῶν πληθυσμῶν τοῦ ἔτους 1924 οἱ Νεαπολῖται μετέφερον αὐτό εἰς την Ἑλλάδα και το ἐτοποθέτησαν εἰς τον Ἱερόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου εἰς Περισ­σόν Ἀθηνῶν. Τεμάχιον τοῦ λειψάνου εὑρίσκεται ὡσαύτως και εἰς τον Μητροπολιτικόν Να­όν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης, ἔνθα ἑορτά­ζε­ται πανδήμως ἡ μνήμη του κατά την πρώτην Κυριακήν τοῦ Νοεμβρίου, ὁμοῦ μετά τῶν νεομαρτύρων Ἀθανασίου Κουλακιώτου του εν Ξηροκρήνη Θεσσαλονίκης μαρτυρήσαντος και Ἀκακίου του Ἀσβε­στοχωρίτου.

Γιώργου Καζάνα

Προέδρου Ένωσης Μικρασιατών Φοιτητών

mykonos

Το νησί της Μυκόνου πήρε το όνομά του από τον ήρωα Μύκονο, γιό του Αινίου του Καρύστου και Ρυούς της Ζάρυκος κατά τον Στέφανο Βυζάντιο.
Αποικήθηκε αρχικά από τους Αιγυπτίους, Ικάριους, Φοίνικες και Μινωίτες, και κατόπιν από τους Ίωνες, υπό την καθοδήγηση του Ιπποκλέους του γιού του Νήλου και πατέρα του Φοβίου. Στο νησί, κατά τη μυθολογία, συνέβη ο φόνος των γιγάντων από τον Ηρακλή.

manto

Η Σμυρνείκη φορεσιά της Μαντούς Μαυρογένους.

Στα ιστορικά νεότερα χρόνια, ο Νικόλαος Μαυρογένης (θείος της ηρωίδας Μαντούς Μαυρογένους) διατηρούσε στην Τεργέστη με τον αδελφό του και πατέρα της Μαντούς, εμπορικό και τραπεζικό γραφείο. Απέκτησε μεγάλη περιουσία για εκείνη την εποχή με εμπορικούς οίκους στη Σμύρνη, τη Χίο, την Τήνο, την Πάρο και την Άνδρο καθώς και κτήματα στην Αγία Πετρούπολη, την Τεργέστη και πολλά κτήματα και ακίνητα στη Μύκονο.

Κατά τον Ιερό Αγώνα του 1821 η Μύκονος πρωτοστάτησε ηρωικά με τα πλοία της, τα οποία ενώθηκαν με αυτά του λοιπού ελληνικού στόλου και αντιστάθηκαν κατά των Τούρκων επανειλημμένως, χάρη στη μυκονιάτισσα Μαντώ Μαυρογένους. Η μεγάλη ηρωίδα της Επανάστασης διατηρούσε μάλιστα ως επίσημη φορεσιά της την Σμυρνέικη (σημειώνεται πως η ιστορική Σμυρνέικη φορεσιά της Μαντούς Μαυρογένους αναδημιουργήθηκε το 2011 με βάση τη λιθογραφία του Δανού φιλέλληνα Adam Friedel Von Friedestsburg και εκτίθεται σήμερα στο Γρυπάρειο Πολιτιστικό Κέντρο Μυκόνου). Αναμφισβήτητα αυτό το στοιχείο, όπως άλλωστε και η γέννησή της στην Τεργέστη, ισχυρό κέντρο των αποδήμων Ελλήνων, αποδεικνύει την πεποίθηση της ηρωίδας για την οικουμενικότητα του Ελληνισμού και την διαφορετική προσέγγισή της σε σχέση με την προσκόλληση πολλών καιροσκόπων συγχρόνων της στον στείρο τοπικιστικό ελλαδισμό των ιδίων συμφερόντων. Καταγράφηκε άλλωστε και η ιστορική μνημειώδης φράση της:

’’Δεν έχει σημασία τι θ’ απογίνω εγώ, αρκεί να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Αφού δώσω όλα όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να πεθάνω αν χρειαστεί γι’ αυτήν’’.

Παράλληλα, στο πεδίο των Γραμμάτων, σημαντικοί ιεράρχες των αλησμόνητων Πατρίδων κατάγονταν από τη Μύκονο και διατηρούσαν δεσμούς με την γενέτειρα νήσο τους. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Καλλίνικος ο Μυκόνιος απέστειλε στις 27 Ιουλίου 1768 πεντακόσια περσικά γρόσια στο Σχολείο της Μυκόνου, που έφερε την ονομασία Σχολή του Αγίου Λουκά. Επίσης ο εκ Μυκόνου Μητροπολίτης Λιτίτσης Άνθιμος (έδρα της Μητροπόλεως Λιτίτσης ήταν το Ορτάκιοϊ της Ανατολικής Ρωμυλίας – σημαντικό κέντρο του Θρακικού Ελληνισμού) απέστειλε πεντακόσια γρόσια προς ενίσχυση της λειτουργίας του Σχολείου Μυκόνου. Στη Σχολή του Αγίου Λουκά, η οποία λειτούργησε έως το 1821, δίδαξαν πολλοί διδάσκαλοι από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.

Από τον 18ο αιώνα πολλοί κάτοικοι των Κυκλάδων ως ναυτικοί και έμποροι διατηρούσαν επαφές με τα παράλια της Μικράς Ασίας και αντίστοιχα πολλοί Μικρασιάτες με τις Κυκλάδες. Ενδεικτικό είναι πως στη Σμύρνη υπήρχε πολυπληθής παροικία Τηνίων αλλά και έτερων νησιωτών.

mikrasiates

Ο Γιώργης και ο Μήτρος Σαμιωτάκης, Μικρασιάτες έμποροι στη Μύκονο στις αρχές του 20ού αι. πριν την Καταστροφή του ’22.

Στον 20ό αιώνα, σε φωτογραφία του 1920 στο Στενό Πόρτας Γιαλού, αποτυπώνονται οι μορφές δύο Μικρασιατών, του Γιώργη και του Μήτρου Σαμιωτάκη από το Αϊβαλί (Κυδωνιές). Και οι δύο έρχονταν στη Μύκονο ως κοντραμπατζήδες (ανεπίσημοι έμποροι – αντίθετοι στα επίσημα διατάγματα) πριν την Καταστροφή του 1922. Μετά από αυτή, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί και απόγονοί τους ζουν έως σήμερα στη Μύκονο.

Ιδιαίτερο κειμήλιο αποτελεί και η καμπάνα του ναού του Αγίου Σώστη. Την καμπάνα αυτή έφεραν από τη Μικρά Ασία, ως τάμα για την ασφαλή επιστροφή τους στο νησί, Μυκονιάτες πολεμιστές του Μικρασιατικού Μετώπου.

Το 1923 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή Πληθυσμών, εγκαθίστανται στο νησί Μικρασιάτες πρόσφυγες οι οποίοι εμπλούτισαν τον πολιτισμό του νησιού με νέα στοιχεία όπως την τεχνογνωσία της ύφανσης που κατέστησε τη Μύκονο κέντρο υφαντικής.

»Σαλβάρια, κασούλες, ταμπάρα, κάμποσα μέτρα ζωνάρι και ακόμα περισσότερα μέτρα νταηλίκι…

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν στο νησί φέρανε μαζί τους πολλά από τον σπουδαίο πολιτισμό και τις συνήθειές τους…

Φέρανε τον αγέρα και τα λόγια της Ανατολής, τα τραγούδια, τα φαγητά τους, τον καημό και την καλοσύνη τους, μα και το ευερέθιστο και οργιλό ενός αδάμαστου χαρακτήρα: θεριά ανήμερα ήταν μερικοί από αυτούς που εμείς προλάβαμε…»

%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%89%cf%83%cf%84%ce%b7%cf%82

Ο Άγιος Σώστης Μυκόνου και η ιστορική καμπανα κειμήλιο από τη Μικρά Ασία.

Πηγές:
http://www.imsyrou.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=5081:kai-pali-i-mykonos-apedeikse-oti-epaksia-katexei-ta-proteia&catid=209&Itemid=861
http://mykonensis.blogspot.gr/2011/03/blog-post_31.html
http://mykonoswomenculture.gr/blog/politismos/afieroma-sti-manto-mafrogenous/
« Μύκονος και η Δήλος στην Αυγή του 20ου αιώνα», εκδόσεις Μ.ΤΟΥΜΠΗ
Θεόδρος Μπλανκάρ, «Ο οίκος των Μαυρογένη», σ. 398, δεύτερη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2006