Βυζαντινά τείχη και προσφυγικές κατοικίες στην Άνω Πόλη Θεσσαλονικης
20 Μαρτίου, 2013
Μια άρρηκτη σχέση μνήμης και αισθητικής
Περπατώντας εντός των τειχών, στον νου έρχονται οι μικρασιάτες πρόσφυγες, που μετά την Καταστροφή του ’22 βρήκαν σε αυτή τη χέρσα γη τη νέα τους πατρίδα. Κάπου κάπου κοιτάς ψηλά, «αφουγκράζεσαι» τους ψιθύρους που αντηχούν τα δεκάδες εναπομείναντα καστρόπληκτα· τα φτωχικά εκείνα σπίτια που κόλλησαν σαν «στρείδια» πάνω στα τείχη, που έκαναν πραγματικότητα την ανάγκη των αφεντάδων τους να ριζώσουν κάπου, να κάνουν μια καινούργια αρχή και ασυναίσθητα θαυμάζεις το ότι επέλεξαν για σπίτι τους την πιο γερή ραχοκοκαλιά της Θεσσαλονίκης.
O Δημος Θεσσαλονικης προχωρωντας σε εργασιες ανάδειξης των βυζαντινών τειχών – τα οποία μάλιστα συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO – θετει ταυτοχρονα σε προστασια ένα ακόμη κομμάτι της ιστορίας που «προσκολλήθηκε» στα βυζαντινά τείχη, αυτό των κτισμάτων στα οποία έμειναν οι πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, μετά το 1922.
Στο πλαίσιο των εργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη για την υλοποίηση της πρώτης φάσης της μελέτης (περίπου από τον αριθμό 99 της οδού Επταπυργίου μέχρι το 130), διατηρούνται έξι από αυτά τα κτίσματα, κάποια από τα οποία κατοικούνται.
Δύο εξ αυτών είναι εγκαταλειμμένα και το ένα μάλιστα χρειάζεται εργασίες στήριξης, τις οποίες ο δήμος θα υλοποιήσει. Η αρχική σκέψη είναι τα κτίρια αυτά να χρησιμοποιηθούν είτε για να στεγάσουν κάποιους τεχνίτες που ασχολούνται με παραδοσιακά επαγγέλματα, τα οποία σιγά σιγά χάνονται, είτε να λειτουργήσουν ως τουριστικά περίπτερα.
Η μελέτη, που συντάχθηκε αποτελεί τη νεότερη πρόταση του δήμου Θεσσαλονίκης, που προτείνει εξυγίανση και ανάδειξη των τειχών, αλλά και διατήρηση ορισμένων κτισμάτων.
Στόχος της μελέτης ήταν η αναβάθμιση της περιοχής μέσα από τρεις επιμέρους παραμέτρους: την ανάδειξη του μνημείου των τειχών (που απαιτεί και την αποκατάστασή του), τη διατήρηση της πιο πρόσφατης ιστορικής μνήμης (των προσφύγων), αλλά και τη δημιουργία ενός κοινόχρηστου λειτουργικού χώρου, ο οποίος σχεδιάζεται σπιθαμή προς σπιθαμή και δεν αφήνεται στη λογική της διαμόρφωσης απλώς ενός χώρου με γκαζόν.
«Σκοπός ήταν να μη δημιουργηθεί ένας χώρος μουσειακός, απόμακρος και δύσκολα επισκέψιμος, τόσο απλός ώστε το ενδιαφέρον του να εξαντλείται μόνο στο τείχος, που έτσι κι αλλιώς κυριαρχεί στην περιοχή. Αντίθετα, στόχος ήταν να παραμείνει η εντύπωση που τώρα επικρατεί για το χώρο, αλλά να αντιστραφεί με την ενσωμάτωσή του στις καθημερινές χρήσεις αλλά και σε χρήσεις με χαρακτήρα περιοδικό και πάντως πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Στην επίτευξη του στόχου αυτού ενδεχομένως θα βοηθήσουν συγκεκριμένες χρήσεις που θα δοθούν στα προτεινόμενα για διατήρηση κτίρια», αναφέρεται στη μελέτη.
Βασική αρχή της μελέτης της κ. Θεοδωρίδου είναι η αποκατάσταση του μνημείου («που επιτυγχάνεται με την απομάκρυνση όλων των κατασκευών που εφάπτονται στο τείχος αλλά υπήρξαν πάντα ξένες προς αυτό ως προς την ποιότητα τόσο των υλικών όσο και της μορφολογίας π.χ. αποθήκες, λαμαρινοσκεπή κτίσματα»), αλλά και η διατήρηση ορισμένων από τα «προσφυγικά» κτίσματα.
Ο ελεύθερος χώρος
Μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων του χώρου (τειχών και «νησίδων» προσφυγικών κτισμάτων), προκύπτει ο λεγόμενος ελεύθερος χώρος. Οπως επισημαίνεται στη μελέτη, ο ελεύθερος χώρος οργανώνεται ώστε να δημιουργούνται διαδρομές καθορισμένες, ορισμένοι χώροι στάσης και ανάπαυσης, προσπελάσεις των κτιρίων, σημεία φιλοξενίας στοιχείων με εικαστικό χαρακτήρα, αλλά και ελεύθεροι χώροι πρασίνου.
Σε ό,τι αφορά τις διαδρομές, «προτείνεται ένα καθαρό πλέγμα διαδρομών. Σε κάποια σημεία επιλέχθηκε η χάραξη σφηνοειδούς μορφής, ώστε να εντείνεται η προοπτική της διαδρομής – περιπάτου και να τονίζεται το σημείο του προορισμού. Για τον περίπατο κατά μήκος του τείχους ακολουθήθηκε παράλληλη προς αυτό χάραξη (που θα προκύψει μετά την απομάκρυνση των προσκτισμάτων) ώστε να παρατηρεί κανείς το μνημείο σε αρκετό μήκος από μικρή απόσταση. Σε αυτήν τη διαδρομή – περίπατο, ο επισκέπτης περνά ανάμεσα από το τείχος και τα διατηρούμενα χαμηλά κτίσματα.
_____
Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΦΥΓΟΓΕΙΤΟΝΙΕΣ
Μια επιγραφή στη γερμανική γλώσσα που είναι γραμμένη στον τοίχο ενός εγκαταλελειμμένου προσφυγόσπιτου στην οδό Ευρυμέδοντος στην Ανω Πόλη στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί ιστορικό τεκμήριο της αντιστασιακής δράσης των προσφύγων στην περιοχή. Η επιγραφή αυτή είχε γραφτεί από την Κομαντατούρ (διοίκηση των ναζί) στη Θεσσαλονίκη ώστε να προειδοποιεί τους Γερμανούς στρατιώτες που ενδέχεται να κυκλοφορούσαν από εκεί ανυποψίαστοι, να μην πλησιάζουν στο δρόμο διότι υπάρχει κίνδυνος να πέσουν θύματα ενέδρας από αντάρτες που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Γεντί Κουλέ, των Συκεών και του Αγίου Παύλου. Στην επιγραφή αναφέρεται σχετικά ότι «Προσοχή. Απαγορεύεται στους Γερμανούς στρατιώτες να περπατούν σε αυτή την οδό. Η Διοίκηση».
– πηγη: http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=4&artid=170453#sthash.QnrVGz8d.dpuf